αἰτιολογικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[que razona la causa]], [[que indaga la causa]] subst. ὁ αἰ. [[etiologista]] op. ‘[[escéptico]]’ τινὲς τρόποι τῆς τῶν αἰτιολογικῶν ἀνατροπῆς algunos modos de refutación de los etiologistas</i> S.E.<i>P</i>.1.180 (tít.).<br /><b class="num">2</b> de cosas [[causal]], [[etiológico]] ὁ παθολογικὸς τρόπος καὶ ὁ [[αἰτιολογικός]] Epicur.<i>Fr</i>.[34] 36.6, cf. Gal.14.690<br /><b class="num">•</b>gram. [[causal]] σύνδεσμοι conjunciones causales (incluidas las finales)</i>, D.T.642.25, cf. 643.4, A.D.<i>Coni</i>.231.4, 6, [[πτῶσις]] [[caso]] [[causal]]</i>, e.e., el acusativo</i> A.D.<i>Adu</i>.200.3, [[σύνταξις]] [[construcción]] de [[acusativo]]</i> A.D.<i>Adu</i>.200.2, [[ἔγκλισις]] modo (verbal) que expresa causa o finalidad</i>, e.e., el subjuntivo</i> Sch.D.T.245.17<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ αἰτιολογικόν]] = [[razonamiento causal]], [[etiologismo]] πολὺ [[γάρ]] ἐστι τὸ αἰτιολογικὸν παρὰ αὐτῷ καὶ τὸ Ἀριστοτελίζον pues es muy importante en él (Posidonio de Apamea) el etiologismo y el Aristotelismo</i> Str.2.3.8.<br /><b class="num">3</b> [[imputable a una causa]], [[explicable]] Dion.Ar.<i>DN</i> 2.3.<br /><b class="num">II</b> adv. [[αἰτιολογικῶς]] gram. [[causalmente]] A.D.<i>Synt</i>.320.5. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[que razona la causa]], [[que indaga la causa]] subst. ὁ αἰ. [[etiologista]] op. ‘[[escéptico]]’ τινὲς τρόποι τῆς τῶν αἰτιολογικῶν ἀνατροπῆς algunos modos de refutación de los etiologistas</i> S.E.<i>P</i>.1.180 (tít.).<br /><b class="num">2</b> de cosas [[causal]], [[etiológico]] ὁ παθολογικὸς τρόπος καὶ ὁ [[αἰτιολογικός]] Epicur.<i>Fr</i>.[34] 36.6, cf. Gal.14.690<br /><b class="num">•</b>gram. [[causal]] σύνδεσμοι conjunciones causales (incluidas las finales)</i>, D.T.642.25, cf. 643.4, A.D.<i>Coni</i>.231.4, 6, [[πτῶσις]] [[caso]] [[causal]]</i>, e.e., el acusativo</i> A.D.<i>Adu</i>.200.3, [[σύνταξις]] [[construcción]] de [[acusativo]]</i> A.D.<i>Adu</i>.200.2, [[ἔγκλισις]] modo (verbal) que expresa causa o finalidad</i>, e.e., el subjuntivo</i> Sch.D.T.245.17<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ αἰτιολογικόν]] = [[razonamiento causal]], [[etiologismo]] πολὺ [[γάρ]] ἐστι τὸ αἰτιολογικὸν παρὰ αὐτῷ καὶ τὸ Ἀριστοτελίζον pues es muy importante en él (Posidonio de Apamea) el etiologismo y el Aristotelismo</i> Str.2.3.8.<br /><b class="num">3</b> [[imputable a una causa]], [[explicable]] Dion.Ar.<i>DN</i> 2.3.<br /><b class="num">II</b> adv. [[αἰτιολογικῶς]] gram. [[causalmente]] A.D.<i>Synt</i>.320.5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la recherche <i>ou</i> l'indication des causes;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> qui exprime l'idée de cause, causal <i>en parl. de certaines conjonctions;<br />Sp.</i> αἰτιολογικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[αἰτία]], [[λόγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰτιολογικός''': ή,όν, ἕτοιμος πρὸς αἰτιολογίαν, ὁ ἐρευνῶν τὰς αἰτίας, αἰτολογικώτατος, περὶ Ἀριστοτέλους, Διογ. Λ. 5. 32: - Ὡς οὐσιαστ. αἰτιολογικὸν ἢ αἰτιολογικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), [[διερεύνησις]] τῶν αἰτίων, Στράβ. 104, Γαλην. 2) [[σύνδεσμος]] [[αἰτιολογικός]], Γραμμ. | |lstext='''αἰτιολογικός''': ή,όν, ἕτοιμος πρὸς αἰτιολογίαν, ὁ ἐρευνῶν τὰς αἰτίας, αἰτολογικώτατος, περὶ Ἀριστοτέλους, Διογ. Λ. 5. 32: - Ὡς οὐσιαστ. αἰτιολογικὸν ἢ αἰτιολογικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), [[διερεύνησις]] τῶν αἰτίων, Στράβ. 104, Γαλην. 2) [[σύνδεσμος]] [[αἰτιολογικός]], Γραμμ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A ready at giving the cause, inquiring into causes, αἰτιολογικώτατος, of Aristotle, D.L.5.32; causal, τρόπος Epicur.Nat.144 G.:—Subst., τὸ αἰτιολογικόν = investigation of causes, Str.2.3.8. 2 Gramm., causal, σύνδεσμοι, σύνταξις, etc., A.D.Conj. 231.4, al., Adv.200.2. Adv. -κῶς Id.Synt.320.3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. que razona la causa, que indaga la causa subst. ὁ αἰ. etiologista op. ‘escéptico’ τινὲς τρόποι τῆς τῶν αἰτιολογικῶν ἀνατροπῆς algunos modos de refutación de los etiologistas S.E.P.1.180 (tít.).
2 de cosas causal, etiológico ὁ παθολογικὸς τρόπος καὶ ὁ αἰτιολογικός Epicur.Fr.[34] 36.6, cf. Gal.14.690
•gram. causal σύνδεσμοι conjunciones causales (incluidas las finales), D.T.642.25, cf. 643.4, A.D.Coni.231.4, 6, πτῶσις caso causal, e.e., el acusativo A.D.Adu.200.3, σύνταξις construcción de acusativo A.D.Adu.200.2, ἔγκλισις modo (verbal) que expresa causa o finalidad, e.e., el subjuntivo Sch.D.T.245.17
•subst. τὸ αἰτιολογικόν = razonamiento causal, etiologismo πολὺ γάρ ἐστι τὸ αἰτιολογικὸν παρὰ αὐτῷ καὶ τὸ Ἀριστοτελίζον pues es muy importante en él (Posidonio de Apamea) el etiologismo y el Aristotelismo Str.2.3.8.
3 imputable a una causa, explicable Dion.Ar.DN 2.3.
II adv. αἰτιολογικῶς gram. causalmente A.D.Synt.320.5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne la recherche ou l'indication des causes;
2 t. de gramm. qui exprime l'idée de cause, causal en parl. de certaines conjonctions;
Sp. αἰτιολογικώτατος.
Étymologie: αἰτία, λόγος.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιολογικός: ή,όν, ἕτοιμος πρὸς αἰτιολογίαν, ὁ ἐρευνῶν τὰς αἰτίας, αἰτολογικώτατος, περὶ Ἀριστοτέλους, Διογ. Λ. 5. 32: - Ὡς οὐσιαστ. αἰτιολογικὸν ἢ αἰτιολογικὴ (ἐνν. τέχνη), διερεύνησις τῶν αἰτίων, Στράβ. 104, Γαλην. 2) σύνδεσμος αἰτιολογικός, Γραμμ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰτιολογικός, -ή, -όν αἰτιολογῶ
1. αυτός που δηλώνει την αιτία, που δικαιολογεί κάτι
2. (ως γραμμ. και συντακτ. όρος) αυτός που εισάγει ή εκφράζει αιτία, όπως ορισμένοι σύνδεσμοι, προτάσεις κ.λπ.
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. (νομ. όρ.) το αιτιολογικό
το δικαιολογητικό αποφάσεως ή αναγραφή μέσα στο σκεπτικό μιας αποφάσεως τών στοιχείων πάνω στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο για να βγάλει την κρίση του
αρχ.
1. αυτός που αιτιολογεί το καθετί ερευνώντας τις αιτίες, τα αίτια που το δημιουργούν
2. το ουδ. ως ουσ. το αιτιολογητικόν
έρευνα, διερεύνηση των αιτίων, δικαιολογητικό.
Greek Monotonic
αἰτιολογικός: -ή, -όν, αυτός που διερευνά τα αίτια· τὸ αἰτιολογικόν, διερεύνηση αιτίων, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
αἰτιολογικός:
1) исследующий причины Diog. L.;
2) грам. причинный, винословный (σύνδεσμοι).
Middle Liddell
inquiring into causes: τὸ αἰτιολογικόν, investigation of causes, Strab.