αὐτοσταδίη: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0402.png Seite 402]] ἡ, der Kampf, in dem Mann gegen Mann kämpft, Handgemenge, Il. 13, 325.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0402.png Seite 402]] ἡ, der Kampf, in dem Mann gegen Mann kämpft, Handgemenge, Il. 13, 325.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[μάχη]];<br />combat corps à corps.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἵστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοστᾰδίη''': (ἐνν. [[μάχη]]), ἡ, Ἐπικὴ [[λέξις]] ἀπαντῶσα μόνον κατὰ δοτικ. (πρβλ. [[αὐτοσχέδιος]]), ἔν γ’ αὐτοσταδίῃ, «ἐν τῇ [[συστάδην]] μάχῃ» (Σχολ.) Ἰλ. Ν. 325.
|lstext='''αὐτοστᾰδίη''': (ἐνν. [[μάχη]]), ἡ, Ἐπικὴ [[λέξις]] ἀπαντῶσα μόνον κατὰ δοτικ. (πρβλ. [[αὐτοσχέδιος]]), ἔν γ’ αὐτοσταδίῃ, «ἐν τῇ [[συστάδην]] μάχῃ» (Σχολ.) Ἰλ. Ν. 325.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[μάχη]];<br />combat corps à corps.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἵστημι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 19:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοστᾰδίη Medium diacritics: αὐτοσταδίη Low diacritics: αυτοσταδίη Capitals: ΑΥΤΟΣΤΑΔΙΗ
Transliteration A: autostadíē Transliteration B: autostadiē Transliteration C: aftostadii Beta Code: au)tostadi/h

English (LSJ)

(sc. μάχη), ἡ, stand-up fight, close fight, Ep. word, used only in dat., ἔν γ' αὐτοσταδίῃ Il.13.325.

Spanish (DGE)

(αὐτοστᾰδίη) -ης, ἡ lucha cuerpo a cuerpo ἔν γ' αὐτοσταδίῃ Il.13.325.

German (Pape)

[Seite 402] ἡ, der Kampf, in dem Mann gegen Mann kämpft, Handgemenge, Il. 13, 325.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
s.e. μάχη;
combat corps à corps.
Étymologie: αὐτός, ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοστᾰδίη: (ἐνν. μάχη), ἡ, Ἐπικὴ λέξις ἀπαντῶσα μόνον κατὰ δοτικ. (πρβλ. αὐτοσχέδιος), ἔν γ’ αὐτοσταδίῃ, «ἐν τῇ συστάδην μάχῃ» (Σχολ.) Ἰλ. Ν. 325.

English (Autenrieth)

(ἵστημι): hand to hand fight, Il. 13.325†.

Greek Monolingual

αὐτοσταδίη, η (Α)
μάχη «εκ του συστάδην», όπου ο μαχητής κρατάει σταθερά τη θέση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + επίθ. στάδιος «αυτός που στέκεται σταθερά, ο ακίνητος, ο άκαμπτος»].

Greek Monotonic

αὐτοστᾰδίη: (ἵσταμαι), σε κατάσταση μάχης, κοντά στη μάχη, ἔν γ' αὐτοσταδίῃ, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοστᾰδίη: ἡ (sc. μάχη) рукопашный бой Hom.

Middle Liddell

ἵσταμαι
a stand-up fight, close fight, ἔν γ' αὐτοσταδίηι Il.