νεοπαγής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0243.png Seite 243]] ές, neu, eben erst festgemacht, Sp.; auch = eben geronnen, [[ἰλύς]], Plut. exil. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0243.png Seite 243]] ές, neu, eben erst festgemacht, Sp.; auch = eben geronnen, [[ἰλύς]], Plut. exil. 9.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />nouvellement figé, de consistance toute récente.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοπᾰγής''': -ές, ([[πήγνυμι]]) [[ἀρτιπαγής]], νεωστὶ [[παγείς]], δηλ. γενόμενος [[στερεός]], σὰρξ Γαλην.: [[ἰλὺς]] Πλούτ. 2. 602D. 2) ὁ νεωστὶ κτισθείς, [[πόλις]] Βυζ.
|lstext='''νεοπᾰγής''': -ές, ([[πήγνυμι]]) [[ἀρτιπαγής]], νεωστὶ [[παγείς]], δηλ. γενόμενος [[στερεός]], σὰρξ Γαλην.: [[ἰλὺς]] Πλούτ. 2. 602D. 2) ὁ νεωστὶ κτισθείς, [[πόλις]] Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />nouvellement figé, de consistance toute récente.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπᾰγής Medium diacritics: νεοπαγής Low diacritics: νεοπαγής Capitals: ΝΕΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: neopagḗs Transliteration B: neopagēs Transliteration C: neopagis Beta Code: neopagh/s

English (LSJ)

ές, (πήγνυμι) A newly fixed: lately become solid, ἰλύς Plu.2.602d; σάρξ Gal.18(1).363, Aët.9.36; τυρός Gal.6.768; σύστασις Sor.1.46. 2 newly built, τεῖχος J.BJ3.7.20.

German (Pape)

[Seite 243] ές, neu, eben erst festgemacht, Sp.; auch = eben geronnen, ἰλύς, Plut. exil. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement figé, de consistance toute récente.
Étymologie: νέος, πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

νεοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἀρτιπαγής, νεωστὶ παγείς, δηλ. γενόμενος στερεός, σὰρξ Γαλην.: ἰλὺς Πλούτ. 2. 602D. 2) ὁ νεωστὶ κτισθείς, πόλις Βυζ.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ νεοπαγής, -ές)
1. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς ἰλύς», Πλούτ.)
2. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο («νεοπαγές οίκημα»)
νεοελλ.
αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα
(«νεοπαγές κόμμα»)
μσν.
1. (για μοναχό) αυτός που εκάρη πρόσφατα
2. (γενικά) νεαρό άτομο
αρχ.
αυτός που βρέθηκε μόλις πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. -πάγ-ην, παθ. αόρ. β' του πήγνυμι), πρβλ. μεσο-παγής].

Russian (Dvoretsky)

νεοπᾰγής: недавно затвердевший (ἰλύς Plut.).