μεταστρατοπεδεύω: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0154.png Seite 154]] ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ [[ἄστυ]], Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0154.png Seite 154]] ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ [[ἄστυ]], Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=changer de campement.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[στρατοπεδεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταστρᾰτοπεδεύω''': μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ. | |lstext='''μεταστρᾰτοπεδεύω''': μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:55, 1 October 2022
English (LSJ)
shift one's ground or camp, Plb.3.112.2, D.S. 14.32, Plu.2.228d:—Med., X.Cyr.3.3.23; πρὸς τὸ ἄστυ Id.Ages.2.18; εἰς τὸν ἕτερον χάρακα D.H.9.6 (Act. as v.l.).
German (Pape)
[Seite 154] ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ ἄστυ, Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122.
French (Bailly abrégé)
changer de campement.
Étymologie: μετά, στρατοπεδεύω.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστρᾰτοπεδεύω: μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ.
Greek Monolingual
(Α μεταστρατοπεδεύω)
(ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῦσαι καὶ καταλαβεῖν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
μεταστρᾰτοπεδεύω: μέλ. -σω, μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, αλλάζω στρατόπεδο, σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μεταστρᾰτοπεδεύω: тж. med. перемещать лагерь (ταχέως Polyb.; med. πρὸς τὸ ἄστυ Xen.).
Middle Liddell
fut. σω
to shift one's ground or camp, Polyb.:—so in Mid., Xen.