μανιώδης: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - " :" to ":") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=maniw/dhs | |Beta Code=maniw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like madness]], νοσεύματα Hp.Aër.7, cf. <span class="bibl"><span class="title">Coac.</span>475</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[like a madman]], [[crazy]], [[ὑπόσχεσις]] <span class="bibl">Th.4.39</span>; καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>299</span>; μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως <span class="bibl">Alex.219.9</span>; κύνας μανιώδης καὶ [[δυσπειθεστάτας]] <span class="bibl">X. <span class="title">Mem.</span>4.1.3</span>: Comp. μανιωδέστερον ἢ κατά… <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>2.12.2</span>. Adv. [[μανιωδῶς]] Gal. 5.415, <span class="bibl">Paul.Aeg.3.6</span>, Sch.<span class="bibl">Theoc.1.83</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[causing madness]], Dsc. 1.68, 4.68; [[ἱμάσθλη]] [[Πανός]] <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>10.4</span>.</span> | |Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like madness]], νοσεύματα Hp.Aër.7, cf. <span class="bibl"><span class="title">Coac.</span>475</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[like a madman]], [[crazy]], [[ὑπόσχεσις]] <span class="bibl">Th.4.39</span>; καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>299</span>; μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως <span class="bibl">Alex.219.9</span>; κύνας μανιώδης καὶ [[δυσπειθεστάτας]] <span class="bibl">X. <span class="title">Mem.</span>4.1.3</span>: Comp. μανιωδέστερον ἢ κατά… <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>2.12.2</span>. Adv. [[μανιωδῶς]] Gal. 5.415, <span class="bibl">Paul.Aeg.3.6</span>, Sch.<span class="bibl">Theoc.1.83</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[causing madness]], Dsc. 1.68, 4.68; [[ἱμάσθλη]] [[Πανός]] <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>10.4</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />semblable à un fou, déraisonnable, insensé.<br />'''Étymologie:''' [[μανία]], -ώδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μανιώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] μανίᾳ, μ. [[νόσημα]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μαινόμενος, [[παράφρων]], [[μανικός]], κύνες Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3. 2) [[παράφρων]], «τρελλός», [[ἀνόητος]], [[ὑπόσχεσις]] Θουκ. 4. 39· τὸ μ., [[μανία]], καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει Εὐρ. Βάκχ. 299· μ. πάντα τἀνθρώπων [[ὅλως]] Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 3. 9. ΙΙ. [[πρόξενος]] μανίας, Διοσκ. 4. 69. | |lstext='''μανιώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] μανίᾳ, μ. [[νόσημα]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μαινόμενος, [[παράφρων]], [[μανικός]], κύνες Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3. 2) [[παράφρων]], «τρελλός», [[ἀνόητος]], [[ὑπόσχεσις]] Θουκ. 4. 39· τὸ μ., [[μανία]], καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει Εὐρ. Βάκχ. 299· μ. πάντα τἀνθρώπων [[ὅλως]] Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 3. 9. ΙΙ. [[πρόξενος]] μανίας, Διοσκ. 4. 69. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ες, A like madness, νοσεύματα Hp.Aër.7, cf. Coac.475. 2 like a madman, crazy, ὑπόσχεσις Th.4.39; καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει E.Ba.299; μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως Alex.219.9; κύνας μανιώδης καὶ δυσπειθεστάτας X. Mem.4.1.3: Comp. μανιωδέστερον ἢ κατά… J.AJ2.12.2. Adv. μανιωδῶς Gal. 5.415, Paul.Aeg.3.6, Sch.Theoc.1.83. II causing madness, Dsc. 1.68, 4.68; ἱμάσθλη Πανός Nonn.D.10.4.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
semblable à un fou, déraisonnable, insensé.
Étymologie: μανία, -ώδης.
Greek (Liddell-Scott)
μανιώδης: -ες, ὅμοιος μανίᾳ, μ. νόσημα Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μαινόμενος, παράφρων, μανικός, κύνες Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3. 2) παράφρων, «τρελλός», ἀνόητος, ὑπόσχεσις Θουκ. 4. 39· τὸ μ., μανία, καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει Εὐρ. Βάκχ. 299· μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 3. 9. ΙΙ. πρόξενος μανίας, Διοσκ. 4. 69.
Greek Monolingual
-ες (AM μανιώδης, -ῶδες) μανία
1. αυτός που κατέχεται από μανία, παράφρων, τρελός, μανιακός («μανιώδης συμπεριφορά»)
νεοελλ.
αυτός που αρέσκεται υπερβολικά σε κάτι, αυτός που αγαπά κάτι με μανία («είναι μανιώδης καπνιστής»)
νεοελλ.-μσν.
1. ασυγκράτητος, σφοδρός, θυελλώδης («μανιώδης άνεμος»)
2. εξοργισμένος, παράφορος, οργίλος, αυτός που βρίσκεται σε παροξυσμό οργής
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με μανία, που έχει τα συμπτώματα της μανίας («περιπνευμονίαι τε καὶ μανιώδεα νοσεύματα», Ιπποκρ.)
2. ανόητος («τοῦ Κλέωνος καίπερ μανιώδης οὖσα ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη», Θουκ.)
3. αυτός που κάνει μανιακό κάποιον.
επίρρ...
μανιωδώς (AM μανιωδῶς)
με μανιώδη τρόπο, με μανία, εμμανώς.
Greek Monotonic
μᾰνιώδης: -ες (εἶδος),
1. παράφρων, τρελός, σε Ξεν.
2. αυτός που μοιάζει με τρελό, παλαβός, σε Θουκ.· τὸ μανιῶδες, τρέλα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰνιώδης:
1) безумный, безрассудный (ὑπόσχεσις Thuc.);
2) яростный (κύνες Xen.).
Middle Liddell
μᾰνι-ώδης, ες εἶδος
1. like madness, mad, Xen.
2. like a madman, crazy, Thuc.; τὸ μ. madness, Eur.