κεστρεύς: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1426.png Seite 1426]] ὁ, ein Meerfisch, von seiner pfriemenförmigen Gestalt benannt, mugil der Römer, Ath. VII, 306 e ff.; Arist. H. A. 5, 11. Weil man ihn stets mit leerem Magen gefunden haben wollte, hieß er [[νῆστις]], Ath. a. a. O.; dah. auch umgekehrt ein Hungerleider so genannt wurde, Suid. Davon | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1426.png Seite 1426]] ὁ, ein Meerfisch, von seiner pfriemenförmigen Gestalt benannt, mugil der Römer, Ath. VII, 306 e ff.; Arist. H. A. 5, 11. Weil man ihn stets mit leerem Magen gefunden haben wollte, hieß er [[νῆστις]], Ath. a. a. O.; dah. auch umgekehrt ein Hungerleider so genannt wurde, Suid. Davon | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />muge <i>ou</i> mulet, <i>poisson de mer</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέστρα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεστρεύς''': έως, ὁ [[θαλάσσιος]] [[ἰχθὺς]] οὕτω κληθεὶς ἐκ τοῦ σχήματος αὑτοῦ, Λατ. mugil, καλούμενος καὶ [[νῆστις]], [[διότι]] ὁ στόμαχός του ἀείποτε εὑρίσκετο [[κενός]], ἴδε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, καὶ πρβλ. Κωμ. παρ’ Ἀθην. 307C, κἑξ.· [[ἐντεῦθεν]], σκωπτικὸν [[ὄνομα]] τοῦ ἀείποτε πεινῶντος, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὁ Ἀριστ. μνημονεύει διάφορα εἴδη, ἴδε Bonitz Indicc. ἐν λέξ. | |lstext='''κεστρεύς''': έως, ὁ [[θαλάσσιος]] [[ἰχθὺς]] οὕτω κληθεὶς ἐκ τοῦ σχήματος αὑτοῦ, Λατ. mugil, καλούμενος καὶ [[νῆστις]], [[διότι]] ὁ στόμαχός του ἀείποτε εὑρίσκετο [[κενός]], ἴδε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, καὶ πρβλ. Κωμ. παρ’ Ἀθην. 307C, κἑξ.· [[ἐντεῦθεν]], σκωπτικὸν [[ὄνομα]] τοῦ ἀείποτε πεινῶντος, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὁ Ἀριστ. μνημονεύει διάφορα εἴδη, ἴδε Bonitz Indicc. ἐν λέξ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:30, 1 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, mullet, = νῆστις, Hp.Int.30, Ar.Fr.156, Pl.Com. 29, Arist.HA591a22, Antig.Mir.93, Hices.and Dorio ap.Ath.7.307d, Alciphr.1.7; as nickname of a starveling (since its stomach was found empty), Euphro 2; κεστρεὺς νηστεύει, prov. of those too honest to make gains, Ath.7.307c, cf. Lib.Ep.332.2.
German (Pape)
[Seite 1426] ὁ, ein Meerfisch, von seiner pfriemenförmigen Gestalt benannt, mugil der Römer, Ath. VII, 306 e ff.; Arist. H. A. 5, 11. Weil man ihn stets mit leerem Magen gefunden haben wollte, hieß er νῆστις, Ath. a. a. O.; dah. auch umgekehrt ein Hungerleider so genannt wurde, Suid. Davon
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
muge ou mulet, poisson de mer.
Étymologie: κέστρα.
Greek (Liddell-Scott)
κεστρεύς: έως, ὁ θαλάσσιος ἰχθὺς οὕτω κληθεὶς ἐκ τοῦ σχήματος αὑτοῦ, Λατ. mugil, καλούμενος καὶ νῆστις, διότι ὁ στόμαχός του ἀείποτε εὑρίσκετο κενός, ἴδε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, καὶ πρβλ. Κωμ. παρ’ Ἀθην. 307C, κἑξ.· ἐντεῦθεν, σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ ἀείποτε πεινῶντος, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὁ Ἀριστ. μνημονεύει διάφορα εἴδη, ἴδε Bonitz Indicc. ἐν λέξ.
Greek Monolingual
κεστρεύς, ὁ (Α)
1. θαλάσσιο ψάρι, αλλ. νῆστις, επειδή είχε πάντοτε το στομάχι κενό («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», Αριστοτ.)
2. ως σκωπτικό παρωνύμιο διαρκώς πεινασμένου ατόμου
3. παροιμ. «κεστρεὺς νηστεύει» — για τίμιους άνδρες που περιφρονούν τα άνομα κέρδη Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρα, που δήλωνε επίσης ένα είδος ψαριών].
Russian (Dvoretsky)
κεστρεύς: έως ὁ Arph., Arst., Plut. = κέστρα 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεστρεύς -έως, ὁ [κεντέω] harder (soort vis).