κυβευτής: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] ὁ, der Würfelspieler; Soph. frg. 686; Xen. Hell. 6, 3, 16; Arist. eth. 4, 1 rechnet sie neben [[λωποδύτης]] u. [[λῃστής]] zu den ἀνελεύθεροι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] ὁ, der Würfelspieler; Soph. frg. 686; Xen. Hell. 6, 3, 16; Arist. eth. 4, 1 rechnet sie neben [[λωποδύτης]] u. [[λῃστής]] zu den ἀνελεύθεροι.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠβευτής''': -οῦ, ὁ, ([[κυβεύω]]) ὁ παίζων τοὺς κύβους, [[ἤτοι]] τυχηρὰ παιγνίδια, Σοφ. Ἀποσπ. 686, Ξεν. Ἑλλ. 6, 3, 16· ὁ Ἀριστ. κατατάσσει τὸν κυβευτὴν μεταξὺ τῶν ἀνελευθέρων καὶ αἰσχροκερδῶν, ὁ μέντοι κυβευτὴς καὶ ὁ [[λωποδύτης]] καὶ ὁ λῃστὴς τῶν ἀνελευθέρων εἰσίν· αἰσχροκερδεῖς γάρ· ― οἱ Κυβευταί, [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Ἀντιφάνους.
|lstext='''κῠβευτής''': -οῦ, ὁ, ([[κυβεύω]]) ὁ παίζων τοὺς κύβους, [[ἤτοι]] τυχηρὰ παιγνίδια, Σοφ. Ἀποσπ. 686, Ξεν. Ἑλλ. 6, 3, 16· ὁ Ἀριστ. κατατάσσει τὸν κυβευτὴν μεταξὺ τῶν ἀνελευθέρων καὶ αἰσχροκερδῶν, ὁ μέντοι κυβευτὴς καὶ ὁ [[λωποδύτης]] καὶ ὁ λῃστὴς τῶν ἀνελευθέρων εἰσίν· αἰσχροκερδεῖς γάρ· ― οἱ Κυβευταί, [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Ἀντιφάνους.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβευτής Medium diacritics: κυβευτής Low diacritics: κυβευτής Capitals: ΚΥΒΕΥΤΗΣ
Transliteration A: kybeutḗs Transliteration B: kybeutēs Transliteration C: kyveftis Beta Code: kubeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, dicer, gambler, S.Fr.947, Eup.11.8 D., X.HG 6.3.16, Men.965, Vett.Val.202.6; οἱ Κυβευταί, name of plays by Antiphanes, etc.

German (Pape)

[Seite 1522] ὁ, der Würfelspieler; Soph. frg. 686; Xen. Hell. 6, 3, 16; Arist. eth. 4, 1 rechnet sie neben λωποδύτης u. λῃστής zu den ἀνελεύθεροι.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
joueur.
Étymologie: κυβεύω.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβευτής: -οῦ, ὁ, (κυβεύω) ὁ παίζων τοὺς κύβους, ἤτοι τυχηρὰ παιγνίδια, Σοφ. Ἀποσπ. 686, Ξεν. Ἑλλ. 6, 3, 16· ὁ Ἀριστ. κατατάσσει τὸν κυβευτὴν μεταξὺ τῶν ἀνελευθέρων καὶ αἰσχροκερδῶν, ὁ μέντοι κυβευτὴς καὶ ὁ λωποδύτης καὶ ὁ λῃστὴς τῶν ἀνελευθέρων εἰσίν· αἰσχροκερδεῖς γάρ· ― οἱ Κυβευταί, ὄνομα δράματος τοῦ Ἀντιφάνους.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κυβεύτριακυβευτής) κυβεύω
αυτός που παίζει ζάρια («ὁ μὲν τοι κυβευτής, καὶ ὁ λωποδύτης, καὶ ὁ λῃστής τῶν ἀνελευθέρων εἰσί», Αριστοτ.)
νεοελλ.
αυτός που παίζει στο χρηματιστήριο με αθέμιτα μέσα
αρχ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) Κυβευταί
τίτλος δράματος του Αντιφάνους.

Greek Monotonic

κῠβευτής: -οῦ, ὁ (κυβεύω), παίκτης ζαριών, τζογαδόρος, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβευτής -οῦ, ὁ [κυβεύω] dobbelaar.

Russian (Dvoretsky)

κῠβευτής: οῦ ὁ игрок в кости Xen., Arst., Plut.

Middle Liddell

κῠβευτής, οῦ, κυβεύω
a dicer, gambler, Xen.

English (Woodhouse)

gambler

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)