μεγαλοκίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0106.png Seite 106]] sich in große Gefahren begebend, große u. gefährliche Dinge unternehmend, Ggstz von [[μικροκίνδυνος]], Arist. Eth. 4, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0106.png Seite 106]] sich in große Gefahren begebend, große u. gefährliche Dinge unternehmend, Ggstz von [[μικροκίνδυνος]], Arist. Eth. 4, 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s'expose à de grands dangers.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κίνδυνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοκίνδῡνος''': -ον, ὁ ἐπιχειρῶν μεγάλα καὶ ἐπικίνδυνα πράγματα, [[ῥιψοκίνδυνος]], ὁ εἰς μεγάλους περιπίπτων κινδύνους, ἀντίθετ. τῷ [[μικροκίνδυνος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 23.
|lstext='''μεγᾰλοκίνδῡνος''': -ον, ὁ ἐπιχειρῶν μεγάλα καὶ ἐπικίνδυνα πράγματα, [[ῥιψοκίνδυνος]], ὁ εἰς μεγάλους περιπίπτων κινδύνους, ἀντίθετ. τῷ [[μικροκίνδυνος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s'expose à de grands dangers.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κίνδυνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκίνδῡνος Medium diacritics: μεγαλοκίνδυνος Low diacritics: μεγαλοκίνδυνος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: megalokíndynos Transliteration B: megalokindynos Transliteration C: megalokindynos Beta Code: megaloki/ndunos

English (LSJ)

ον, braving great dangers, adventurous, opp. μικροκίνδυνος, Arist.EN1124b8.

German (Pape)

[Seite 106] sich in große Gefahren begebend, große u. gefährliche Dinge unternehmend, Ggstz von μικροκίνδυνος, Arist. Eth. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'expose à de grands dangers.
Étymologie: μέγας, κίνδυνος.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἐπιχειρῶν μεγάλα καὶ ἐπικίνδυνα πράγματα, ῥιψοκίνδυνος, ὁ εἰς μεγάλους περιπίπτων κινδύνους, ἀντίθετ. τῷ μικροκίνδυνος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 23.

Greek Monolingual

μεγαλοκίνδυνος, -ον (Α)
αυτός που επιχειρεί μεγάλα και επικίνδυνα πράγματα, ριψοκίνδυνος.

Greek Monotonic

μεγᾰλοκίνδυνος: -ον, αυτός που δείχνει ανδρεία σε μεγάλους κινδύνους, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοκίνδῡνος: подвергающий себя большим опасностям, предпринимающий опасные дела Arst.

Middle Liddell

μεγᾰλο-κίνδῡνος, ον
braving great dangers, Arist.