μυριοστός: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] der zehntausendste; [[μέρος]], Ar. Lys. 355; [[μοῖρα]], Th. 555; Folgde, wie Plat. Legg. II, 656 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0220.png Seite 220]] der zehntausendste; [[μέρος]], Ar. Lys. 355; [[μοῖρα]], Th. 555; Folgde, wie Plat. Legg. II, 656 e.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dix-millième.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριοστός''': -ή, -όν, ὁ δεκακισχιλιοστός, [[μέρος]], [[μοῖρα]] Ἀριστοφ. Λυσ. 355, Θεσμ. 555· μ. [[ἔτος]], πρὸ δεκακισχιλίων ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 656Ε, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 5· εἰς [[ἔτος]] μ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 10, 6· [[μυριάκις]] μ. Ἀρχιμήδ. ― Ἐπίρρ. μυριοστῶς, Θ. Στουδ. 348D.
|lstext='''μῡριοστός''': -ή, -όν, ὁ δεκακισχιλιοστός, [[μέρος]], [[μοῖρα]] Ἀριστοφ. Λυσ. 355, Θεσμ. 555· μ. [[ἔτος]], πρὸ δεκακισχιλίων ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 656Ε, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 5· εἰς [[ἔτος]] μ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 10, 6· [[μυριάκις]] μ. Ἀρχιμήδ. ― Ἐπίρρ. μυριοστῶς, Θ. Στουδ. 348D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dix-millième.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:52, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐοστός Medium diacritics: μυριοστός Low diacritics: μυριοστός Capitals: ΜΥΡΙΟΣΤΟΣ
Transliteration A: myriostós Transliteration B: myriostos Transliteration C: myriostos Beta Code: muriosto/s

English (LSJ)

ή, όν, 10,000th, μέρος, μοῖρα, Ar.Lys.355, Th.555; μ. ἔτος 10,000 years ago, Pl.Lg.656e; μ. ἔ. γενόμενα ἢ ἐσόμενα Arist.Rh.1386a29, cf. Ph.218a28.

German (Pape)

[Seite 220] der zehntausendste; μέρος, Ar. Lys. 355; μοῖρα, Th. 555; Folgde, wie Plat. Legg. II, 656 e.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dix-millième.
Étymologie: μυρίος.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριοστός: -ή, -όν, ὁ δεκακισχιλιοστός, μέρος, μοῖρα Ἀριστοφ. Λυσ. 355, Θεσμ. 555· μ. ἔτος, πρὸ δεκακισχιλίων ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 656Ε, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 5· εἰς ἔτος μ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 10, 6· μυριάκις μ. Ἀρχιμήδ. ― Ἐπίρρ. μυριοστῶς, Θ. Στουδ. 348D.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ μυριοστός, -ή, -όν)
1. αυτός που σε μιαν αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δέκα χιλιάδες, ο δεκακισχιλιοστός («οὐδ' ἂν χιλιοστός, ἴσως δ' οὐδ' ἂν μυριοστός», Ξεν.)
2. αυτός που είναι δέκα χιλιάδες φορές (ή πάρα πολύ) μικρότερος ως προς το μέγεθος ή ως προς το πλήθος σε σχέση με εκείνον με τον οποίο συγκρίνεται (α. «και το μυριοστό να έκανε από όσα υποσχέθηκε, θα ήμουν ευχαριστημένη» β. «καὶ μὴν μέρος γ' ἡμῶν ὁρᾱτ
οὔπω τὸ μυριοστόν», Αριστοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το μυριοστό
καθένα από τα δέκα χιλιάδες μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί κάτι που λαμβάνεται ως μονάδα.
επίρρ...
μυριοστῶς (Μ)
κατά το μυριοστό, κατά το ένα δεκάκις χιλιοστό («κἂν μυριστῶς γράφοιτο», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος + κατάλ. -στός, κατά τα ἑκατοστός, εἰκοστός.

Greek Monotonic

μῡριοστός: -ή, -όν, ο δεκάκις χιλιοστός, σε Αριστοφ.· μυριοστὸν ἔτος, 10.000 χρόνια από τότε, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μῡριοστός: десятитысячный (μέρος, μοῖρα Arph.): τὰ μυριοστὸν ἔτος γεγραμμένα Plat. написанное десять тысяч лет тому назад.

Middle Liddell

μῡριοστός, ή, όν
the 10, 000 th, Ar.; μ. ἔτος 10, 000 years hence, Plat.

English (Woodhouse)

ten thousandth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)