παρθενοπίπης: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ([[ὀπιπτεύω]]), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρθενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρθένους; vgl. [[γυναικοπίπης]], [[παιδοπίπης]], [[οἰνοπίπης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ([[ὀπιπτεύω]]), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρθενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρθένους; vgl. [[γυναικοπίπης]], [[παιδοπίπης]], [[οἰνοπίπης]].
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>voc.</i> α;<br /><i>adj. m.</i><br />qui épie les jeunes filles.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]], [[ὀπιπεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρθενοπίπης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. γυναικ-, παιδ-, οἰνοπίπης.
|lstext='''παρθενοπίπης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. γυναικ-, παιδ-, οἰνοπίπης.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>voc.</i> α;<br /><i>adj. m.</i><br />qui épie les jeunes filles.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]], [[ὀπιπεύω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενοπίπης Medium diacritics: παρθενοπίπης Low diacritics: παρθενοπίπης Capitals: ΠΑΡΘΕΝΟΠΙΠΗΣ
Transliteration A: parthenopípēs Transliteration B: parthenopipēs Transliteration C: parthenopipis Beta Code: parqenopi/phs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπεύω) one who ogles maidens, seducer, Il.11.385.

German (Pape)

[Seite 521] (ὀπιπτεύω), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρθενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρθένους; vgl. γυναικοπίπης, παιδοπίπης, οἰνοπίπης.

French (Bailly abrégé)

ου;
voc. α;
adj. m.
qui épie les jeunes filles.
Étymologie: παρθένος, ὀπιπεύω.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. γυναικ-, παιδ-, οἰνοπίπης.

English (Autenrieth)

voc. -ι<<><>>πα (ὀπιπτεύω): ogler of girls, Il. 11.385†.

Greek Monolingual

-ου, ό Α
1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες
2. αυτός που αποπλανεί παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικ-οπίπης].

Greek Monotonic

παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κυνηγά τις παρθένες, ξελογιαστής, διακορευτής, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παρθενοπίπης: ου (ῑ) ὁ высматривающий девушек, т. е. волокита Hom.

Middle Liddell

παρθεν-οπῑ́πης, ου, ὁ, ὀπιπτεύω
one who looks after maidens, a seducer, Il.