ποτή: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0689.png Seite 689]] ἡ, der Flug, das Fliegen, Od. 5, 337. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0689.png Seite 689]] ἡ, der Flug, das Fliegen, Od. 5, 337. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />vol, essor.<br />'''Étymologie:''' [[πέτομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποτή''': ἡ, = [[πτῆσις]], ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Ὀδ. Ε. 337· ποτῇσιν, διάφ. γραφ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542. | |lstext='''ποτή''': ἡ, = [[πτῆσις]], ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Ὀδ. Ε. 337· ποτῇσιν, διάφ. γραφ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 08:25, 2 October 2022
English (LSJ)
(A), ἡ, A flight, ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Od.5.337; ποτῇσι v.l. in h.Merc.544; ποτὴν ἴσον dub.l. in Alex.Aet.5.5.
ποτή (B), ἡ, sample of wine, ἐκ ληνοῦ POxy.1673.12, al. (ii A. D.), cf. BGU1143.18 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 689] ἡ, der Flug, das Fliegen, Od. 5, 337.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
vol, essor.
Étymologie: πέτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ποτή: ἡ, = πτῆσις, ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Ὀδ. Ε. 337· ποτῇσιν, διάφ. γραφ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542.
English (Autenrieth)
(πέτομαι): flying, flight, Od. 5.337†.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η πτήση, το πέταγμα («αἰθυίη δ' εἰκυῑα ποτῆ ἀνεδύσετο λίμνης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του πέτομαι «πετώ» + κατάλ. -η].
(II)
ἡ, Α
μικρή ποσότητα κρασιού για δοκιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. ποτ-ός) + κατάλ. -η (βλ. λ. πίνω)].
Greek Monotonic
ποτή: ἡ, = πτῆσις, πτήση, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτή -ῆς, ἡ [πέτομαι] vlucht, het vliegen.