Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύγωνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0661.png Seite 661]] vielwinkelig; Arist. de sens. 4, 23; Plut.; f. L. bei Nic. Ther. 872.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0661.png Seite 661]] vielwinkelig; Arist. de sens. 4, 23; Plut.; f. L. bei Nic. Ther. 872.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a plusieurs angles, polygone.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[γωνία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύγωνος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων πολλὰς γωνίας, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 4, 23, Πλούτ. 2. 1121C.
|lstext='''πολύγωνος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων πολλὰς γωνίας, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 4, 23, Πλούτ. 2. 1121C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a plusieurs angles, polygone.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[γωνία]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́γωνος Medium diacritics: πολύγωνος Low diacritics: πολύγωνος Capitals: ΠΟΛΥΓΩΝΟΣ
Transliteration A: polýgōnos Transliteration B: polygōnos Transliteration C: polygonos Beta Code: polu/gwnos

English (LSJ)

ον, polygonal, Id.Sens. 442b20, Plu.2.1121c: Subst. πολύγωνον, τό, polygon, Antipho Soph.13, Gal.Anim.Pass.2.3.

German (Pape)

[Seite 661] vielwinkelig; Arist. de sens. 4, 23; Plut.; f. L. bei Nic. Ther. 872.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a plusieurs angles, polygone.
Étymologie: πολύς, γωνία.

Greek (Liddell-Scott)

πολύγωνος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων πολλὰς γωνίας, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 4, 23, Πλούτ. 2. 1121C.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύγωνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο
μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή
νεοελλ.
φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» — πολύγωνο που βρίσκεται σε ένα επίπεδο
β) «στρεβλό πολύγωνο» — πολύγωνο που δεν περιέχεται σε ένα επίπεδο
γ) «σφαιρικό πολύγωνο» — στρεβλό πολύγωνο σφαιρικής επιφάνειας που περιορίζεται από τόξα μέγιστου κύκλου
δ) «κανονικό πολύγωνο» — επίπεδο πολύγωνο που έχει όλες τις πλευρές και τις γωνίες του ίσες
ε) «μείζον πολύγωνο»
i) ανατ. οστάριο του κάτω ή δεύτερου στοίχου του καρπού
ii) μαθ. τραπέζιο σε σχήμα κύβου
θ) «έλασσον πολύγωνο»
i) ανατ. οστάριο του κάτω ή δεύτερου στοίχου του καρπού
ii) μαθ. τραπέζιο σε σχήμα πυραμίδας
στ) «πολύγωνο αστεροειδές» — κοίλο κανονικό πολύγωνο
ζ) «πολύγωνο βολής» ή, απλώς, «πολύγωνο» — εδαφική έκταση που χρησιμοποιείται ως πεδίο βολής του πεζικού ή του πυροβολικού
η) «πολύγωνο δυνάμεων» — σχηματική απεικόνιση της σύνθεσης δυνάμεων που ενεργούν στο ίδιο σημείο
θ) «πολύγωνο συχνοτήτων»
βιολ. κλειστή τεθλασμένη γραμμή που συνδέει είτε τα κέντρα τών άνω βάσεων τών ορθογωνίων ενός ιστογράμματος, το οποίο απεικονίζει τις συχνότητες κάθε κλάσης, είτε τα διαδοχικά σημεία τών οποίων οι συντεταγμένες έχουν την τιμή xi ενός διακριτικού χαρακτήρα και τις αντίστοιχες συχνότητες f.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γωνος (< γωνία), πρβλ. τρί-γωνος].

Russian (Dvoretsky)

πολύγωνος: многоугольный Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύγωνος -ον [πολύς, γωνία] met veel hoeken; geom. subst. τὸ πολύγωνον veelhoek.