πολύκωμος: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0665.png Seite 665]] 1) viele Reigen od. Gelage feiernd, sie liebend; Bacchus, Hymn. (IX, 524, 17); δαῖτες, Anacr. 40, 13. – 2) mit vielen Dörfern, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0665.png Seite 665]] 1) viele Reigen od. Gelage feiernd, sie liebend; Bacchus, Hymn. (IX, 524, 17); δαῖτες, Anacr. 40, 13. – 2) mit vielen Dörfern, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui préside à des festins abondants (Dionysos).<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κῶμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύκωμος''': -ον, ὁ πολὺ κωμάζων, πολλοὺς κώμους τελῶν, πολὺ διασκεδάζων, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17, Ἀνακρεόντ. 43. 14. ΙΙ. ([[κώμη]]) ὁ ἔχων πολλὰς κώμας, χωρία, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 304. | |lstext='''πολύκωμος''': -ον, ὁ πολὺ κωμάζων, πολλοὺς κώμους τελῶν, πολὺ διασκεδάζων, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17, Ἀνακρεόντ. 43. 14. ΙΙ. ([[κώμη]]) ὁ ἔχων πολλὰς κώμας, χωρία, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 304. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, much-revelling, AP9.524.17, Anacrcont.40.14.
German (Pape)
[Seite 665] 1) viele Reigen od. Gelage feiernd, sie liebend; Bacchus, Hymn. (IX, 524, 17); δαῖτες, Anacr. 40, 13. – 2) mit vielen Dörfern, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui préside à des festins abondants (Dionysos).
Étymologie: πολύς, κῶμος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκωμος: -ον, ὁ πολὺ κωμάζων, πολλοὺς κώμους τελῶν, πολὺ διασκεδάζων, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17, Ἀνακρεόντ. 43. 14. ΙΙ. (κώμη) ὁ ἔχων πολλὰς κώμας, χωρία, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 304.
Greek Monolingual
(I)
-ον Α
1. αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε πολλά συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. αγλαό-κωμος].
(II)
-ον, Μ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλές κώμες, πολλά χωριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωμος (< κώμη «χωριό, συνοικία»), πρβλ. τρί-κωμος].
Greek Monotonic
πολύκωμος: -ον, αυτός που διασκεδάζει πολύ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολύκωμος: участвующий во множестве пирушек (Διόνυσος Anth.).