προδρομή: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0717.png Seite 717]] ἡ, das Vorlaufen, Xen. An. 4, 7, 10; λόγου, Plat. Alc. I, 114 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0717.png Seite 717]] ἡ, das Vorlaufen, Xen. An. 4, 7, 10; λόγου, Plat. Alc. I, 114 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />course en avant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δραμεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προδρομή''': ἡ, τὸ τρέχειν πρὸς τὰ ἐμπρός, προὔτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ἢ [[τρία]] βήματα... ἐφ’ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ [[δέκα]] ἅμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο Ξεν. Ἀν. 4. 7, 10· μεταφορ., αἱ σαὶ πρ. τοῦ λόγου, αἱ ζωηραὶ ἔφοδοι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Α. | |lstext='''προδρομή''': ἡ, τὸ τρέχειν πρὸς τὰ ἐμπρός, προὔτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ἢ [[τρία]] βήματα... ἐφ’ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ [[δέκα]] ἅμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο Ξεν. Ἀν. 4. 7, 10· μεταφορ., αἱ σαὶ πρ. τοῦ λόγου, αἱ ζωηραὶ ἔφοδοι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, running forward: sally, sudden attack, X.An.4.7.10: metaph., αἱ σαὶ π. τοῦ λόγου your lively sallies, Pl.Alc.1.114a.
German (Pape)
[Seite 717] ἡ, das Vorlaufen, Xen. An. 4, 7, 10; λόγου, Plat. Alc. I, 114 a.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
course en avant.
Étymologie: πρό, δραμεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
προδρομή: ἡ, τὸ τρέχειν πρὸς τὰ ἐμπρός, προὔτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ἢ τρία βήματα... ἐφ’ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἅμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο Ξεν. Ἀν. 4. 7, 10· μεταφορ., αἱ σαὶ πρ. τοῦ λόγου, αἱ ζωηραὶ ἔφοδοι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Α.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός
2. (κατ' επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ' ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.)
3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο ξέσπασμα με λόγια («τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αορ. του τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δρεμ- (πρβλ. ἔδραμον, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα), πρβλ. ἐπι-δρομή, παρα-δρομή].
Greek Monotonic
προδρομή: ἡ, τρέξιμο προς τα εμπρός, χτύπημα, ξαφνική έφοδος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προδρομή: ἡ (про)бег, вылазка Xen.: αἱ προδρομαὶ τοῦ λόγου Plat. словесные уловки или реплики.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προδρομή -ῆς, ἡ [πρόδρομος] snelle uitval; overdr.. χαίρειν ἐάσας τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου jouw uitvallen in het debat laat ik rusten Plat. Alc.1. 114a.
Middle Liddell
προδρομή, ἡ, [from προδρᾰμεῖν aor2 inf. of προτρέχω
a running forward, a sally, sudden attack, Xen.