σησάμινος: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0876.png Seite 876]] von Sesam gemacht; [[ἔλαιον]], Sesamöl, Strab. u. Sp.; auch [[χρῖσμα]], Xen. An. 4, 4, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0876.png Seite 876]] von Sesam gemacht; [[ἔλαιον]], Sesamöl, Strab. u. Sp.; auch [[χρῖσμα]], Xen. An. 4, 4, 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />préparé avec du sésame.<br />'''Étymologie:''' [[σήσαμον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σησάμῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ σησάμου λαμβανόμενος ἢ πεποιημένος, σ. [[ἔλαιον]], τὸ «σησαμόλᾳδο», Διοσκ. 1. 41, Στράβ. 742· σ. [[χρῖσμα]] Ξεν. Ἀν. 4. 4, 13. | |lstext='''σησάμῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ σησάμου λαμβανόμενος ἢ πεποιημένος, σ. [[ἔλαιον]], τὸ «σησαμόλᾳδο», Διοσκ. 1. 41, Στράβ. 742· σ. [[χρῖσμα]] Ξεν. Ἀν. 4. 4, 13. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 08:55, 2 October 2022
English (LSJ)
η, ον, made of sesame, σ. ἔλαιον sesame-oil, PRev.Laws 40.10 (iii B.C.), PPetr.3p.218 (iii B.C.), Str.16.4.26, Dsc.1.34; δοκοί Peripl.M.Rubr.36; σ. χρῖμα X.An.4.4.13 (σ. ξύλα is prob. f.l. for συκάμινα in Dsc.1.98).
German (Pape)
[Seite 876] von Sesam gemacht; ἔλαιον, Sesamöl, Strab. u. Sp.; auch χρῖσμα, Xen. An. 4, 4, 13.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
préparé avec du sésame.
Étymologie: σήσαμον.
Greek (Liddell-Scott)
σησάμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ σησάμου λαμβανόμενος ἢ πεποιημένος, σ. ἔλαιον, τὸ «σησαμόλᾳδο», Διοσκ. 1. 41, Στράβ. 742· σ. χρῖσμα Ξεν. Ἀν. 4. 4, 13.
Spanish
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
1. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από σουσάμι («εὔκαρπος ἡ πολλὴ πλὴν ἐλαίου, χρῶνται δὲ σησαμίνῳ», Στράβ.)
2. φρ. «σησάμινον ἔλαιον» ή «σησάμινον χρῑσμα» — σησαμέλαιο, σουσαμόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. -ινος (πρβλ. πύρ-ινος)].
Greek Monotonic
σησάμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, παρασκευαμένος από σουσάμι, σουσαμένιος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σησάμῐνος: (ᾰ) кунжутный, сезамовый (χρῖσμα Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σησάμῐνος -η -ον [σήσαμον] van sesam gemaakt.
Middle Liddell
σησᾰ́μῐνος, η, ον
made of sesame, Xen.