σκιατραφία: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0898.png Seite 898]] ἡ, = [[σκιατροφία]], Plut. Aem. Paull. 31.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0898.png Seite 898]] ἡ, = [[σκιατροφία]], Plut. Aem. Paull. 31.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σκιατροφία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιᾱτρᾰφία''': ἡ, τὸ διάγειν ἐν σκιᾷ, διάγειν βίον καθιστικόν, θηλυπρεπῆ, Πλουτ. Αἰμίλ. 31· ἐν τῷ πληθ. ἕξεις ἐκτεθηλυμμέναι, γυναικώδεις, ὁ αὐτ. 2. 209C· καὶ [[οὕτως]] ὁ Δινδ. ἀναγιγνώσκει ἀλλαχοῦ παρὰ Πλουτ. καὶ Διοδ. 20. 62, [[ἔνθα]] ἕτεροι [[σκιατροφία]].
|lstext='''σκιᾱτρᾰφία''': ἡ, τὸ διάγειν ἐν σκιᾷ, διάγειν βίον καθιστικόν, θηλυπρεπῆ, Πλουτ. Αἰμίλ. 31· ἐν τῷ πληθ. ἕξεις ἐκτεθηλυμμέναι, γυναικώδεις, ὁ αὐτ. 2. 209C· καὶ [[οὕτως]] ὁ Δινδ. ἀναγιγνώσκει ἀλλαχοῦ παρὰ Πλουτ. καὶ Διοδ. 20. 62, [[ἔνθα]] ἕτεροι [[σκιατροφία]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σκιατροφία]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:59, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱτρᾰφία Medium diacritics: σκιατραφία Low diacritics: σκιατραφία Capitals: ΣΚΙΑΤΡΑΦΙΑ
Transliteration A: skiatraphía Transliteration B: skiatraphia Transliteration C: skiatrafia Beta Code: skiatrafi/a

English (LSJ)

ἡ, a being brought up in the shade, sedentary, effeminate life, Plu.Aem.31: pl., effeminate habits, Id.2.209c, D.S.20.62:

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, = σκιατροφία, Plut. Aem. Paull. 31.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. σκιατροφία.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱτρᾰφία: ἡ, τὸ διάγειν ἐν σκιᾷ, διάγειν βίον καθιστικόν, θηλυπρεπῆ, Πλουτ. Αἰμίλ. 31· ἐν τῷ πληθ. ἕξεις ἐκτεθηλυμμέναι, γυναικώδεις, ὁ αὐτ. 2. 209C· καὶ οὕτως ὁ Δινδ. ἀναγιγνώσκει ἀλλαχοῦ παρὰ Πλουτ. καὶ Διοδ. 20. 62, ἔνθα ἕτεροι σκιατροφία.

Greek Monolingual

και σκιατροφία και σκιοτροφία, ἡ, Α σκιατραφής / σκιατροφῶ]
1. το να κάνει κανείς καθιστική ζωή
2. συνεκδ. μαλθακότητα
3. στον πληθ. αἱ σκιατραφίαι
θηλυπρεπείς συνήθειες («τῆς μὲν πολιτικῆς ἐν ἀνέσει καὶ σκιατραφίᾳ γεγενημένης», Διόδ.).

Greek Monotonic

σκῐᾱτρᾰφία: ἡ, το να έχει ανατραφεί κάποιος στη σκιά, μαλθακότητα, τρυφή, εκθηλυσμένος τρόπος ζωής, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιατραφία -ας, ἡ [σκιά, τρέφω] opgroeien in de schaduw (van een beschermde opvoeding/jeugd):. ὑπὸ λειότητος καὶ σκιατραφίας door weekheid en een beschermde opvoeding Plut. Aem. 31.5.

Middle Liddell

σκιᾱτρᾰφία, ἡ,
a being brought up in the shade, a sedentary, effeminate life, Plut.