σκοῖδος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0901.png Seite 901]] ὁ, macedonisch für [[διοικητής]], [[ταμίας]], auch κοῖδος geschrieben. – Auch Beiw. des Dionysus, Hemst. Poll. 10, 16, Mein. Men. p. 97.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0901.png Seite 901]] ὁ, macedonisch für [[διοικητής]], [[ταμίας]], auch κοῖδος geschrieben. – Auch Beiw. des Dionysus, Hemst. Poll. 10, 16, Mein. Men. p. 97.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />= [[οἰκονόμος]], [[ταμίας]], nom d'un fonctionnaire macédonien. Ἡ [[λέξις]] κεῖται [[ἐν]] ταῖς ἐπιστολαῖς Ἀλεξάνδρου.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοῖδος''': ἢ κοῖδος (Ἀρκάδ. 47), ὁ, Μακεδ. ἀντὶ διοικητὴς ἢ [[ταμίας]], Πολυδ. Ι΄, 16, Φώτ., Ἡσύχ.· ὡς ἐπίθετ. τοῦ Διονύσου, Μένανδρ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 9, ἴδε Hemst. εἰς Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''σκοῖδος''': ἢ κοῖδος (Ἀρκάδ. 47), ὁ, Μακεδ. ἀντὶ διοικητὴς ἢ [[ταμίας]], Πολυδ. Ι΄, 16, Φώτ., Ἡσύχ.· ὡς ἐπίθετ. τοῦ Διονύσου, Μένανδρ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 9, ἴδε Hemst. εἰς Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />= [[οἰκονόμος]], [[ταμίας]], nom d'un fonctionnaire macédonien. Ἡ [[λέξις]] κεῖται [[ἐν]] ταῖς ἐπιστολαῖς Ἀλεξάνδρου.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σχίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοῖδος Medium diacritics: σκοῖδος Low diacritics: σκοίδος Capitals: ΣΚΟΙΔΟΣ
Transliteration A: skoîdos Transliteration B: skoidos Transliteration C: skoidos Beta Code: skoi=dos

English (LSJ)

(for which κοῖδος is wrongly given by codd. of Arc.47), ὁ, Maced. for διοικητής or ταμίας, Poll.10.16, Hsch., Phot.: as epithet of Dionysus, Men.Kith.Fr.9.

German (Pape)

[Seite 901] ὁ, macedonisch für διοικητής, ταμίας, auch κοῖδος geschrieben. – Auch Beiw. des Dionysus, Hemst. Poll. 10, 16, Mein. Men. p. 97.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
= οἰκονόμος, ταμίας, nom d'un fonctionnaire macédonien. Ἡ λέξις κεῖται ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς Ἀλεξάνδρου.
Étymologie: DELG σχίζω.

Greek (Liddell-Scott)

σκοῖδος: ἢ κοῖδος (Ἀρκάδ. 47), ὁ, Μακεδ. ἀντὶ διοικητὴς ἢ ταμίας, Πολυδ. Ι΄, 16, Φώτ., Ἡσύχ.· ὡς ἐπίθετ. τοῦ Διονύσου, Μένανδρ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 9, ἴδε Hemst. εἰς Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(μακεδονική λ.)
1. διοικητής ή διαχειριστής ή ταμίας
2. προσωνυμία του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση του τ. με το αρχ. ινδ. cheda «χωρισμός» και την οικογένεια του σχίζω παραμένει αμφίβολη. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. κοῶ «ακούω»].

Russian (Dvoretsky)

σκοῖδος: ὁ макед. заведующий хозяйством, эконом Men.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: = οἰκονόμος, ταμίας etc., des. of a Macedonian official (Hdn. Gr., Poll., H.), surn. of Dionysos (Men.); σκοιδίᾳ f. dat. educatress, housekeeper (Naxos I-IIp).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: By Frisk connected with σχίζω as if from an IE root *σκιδ-, which is wrong; s. σκινδαλμός. Unexplained.