σκληρία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0900.png Seite 900]] ἡ, = dem gew. [[σκληρότης]], [[Härte]]; Plut. Is. et Os. 62; LXX.; Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0900.png Seite 900]] ἡ, = dem gew. [[σκληρότης]], [[Härte]]; Plut. Is. et Os. 62; LXX.; Clem. Al.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />dureté.<br />'''Étymologie:''' [[σκληρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληρία''': ἡ, = [[σκληρότης]], Πλούτ. 2. 376Β, Κλήμ. Ἀλ. 488. 2) [[σκλήρωμα]], [[σκίρωμα]], Διοσκ. 2. 81, Ἀρεταῖ, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., = [[σκληροκαρδία]], Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 24Β.
|lstext='''σκληρία''': ἡ, = [[σκληρότης]], Πλούτ. 2. 376Β, Κλήμ. Ἀλ. 488. 2) [[σκλήρωμα]], [[σκίρωμα]], Διοσκ. 2. 81, Ἀρεταῖ, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., = [[σκληροκαρδία]], Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 24Β.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />dureté.<br />'''Étymologie:''' [[σκληρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:04, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρία Medium diacritics: σκληρία Low diacritics: σκληρία Capitals: ΣΚΛΗΡΙΑ
Transliteration A: sklēría Transliteration B: sklēria Transliteration C: skliria Beta Code: sklhri/a

English (LSJ)

ἡ,= σκληρότης, A hardness, Plu.2.376c codd.; opp. μαλακία σώματος, Phld.Mus.p.30K. 2 an induration, Dsc. 2.72, Herod.Med. ap. Orib.5.27.3, Aret.SD1.13, etc.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, = dem gew. σκληρότης, Härte; Plut. Is. et Os. 62; LXX.; Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dureté.
Étymologie: σκληρός.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρία: ἡ, = σκληρότης, Πλούτ. 2. 376Β, Κλήμ. Ἀλ. 488. 2) σκλήρωμα, σκίρωμα, Διοσκ. 2. 81, Ἀρεταῖ, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., = σκληροκαρδία, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 24Β.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σκληρός
1. η ιδιότητα του σκληρού, η σκληρότητα
2. ιατρ. κάθε σκλήρυνση ιστού ή οργάνου η οποία γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, σκλήρωμα
αρχ.
1. (ιδίως για το σώμα) σκληράδα, ανθεκτικότητα, δύναμη
2. μτφ. α) αναλγησία, απονιά
β) ισχυρογνωμοσύνη.

Russian (Dvoretsky)

σκληρία: ἡ досл. жесткость, твердость, перен. суровость (ἡ τυφώνιος σ. Plut.).