σωμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] τό, dim. von [[σῶμα]], 1) kleiner Leib, Körperchen, auch geringschätzig, der elende, arme Leib; Isocr. ep. 4, 11; Plut. – 2) ein Buch, Band, Heraclid. alleg. 1 u. Schol. Il. 1, 1. – 3) eine Gesammtheit, Collegium, Sp. – 4) die Kleidung des Schauspielers, Poll. 4, 115. Vgl. Luc. Iov. Trag. 41.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] τό, dim. von [[σῶμα]], 1) kleiner Leib, Körperchen, auch geringschätzig, der elende, arme Leib; Isocr. ep. 4, 11; Plut. – 2) ein Buch, Band, Heraclid. alleg. 1 u. Schol. Il. 1, 1. – 3) eine Gesammtheit, Collegium, Sp. – 4) die Kleidung des Schauspielers, Poll. 4, 115. Vgl. Luc. Iov. Trag. 41.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit corps, pauvre corps, corps misérable;<br /><b>2</b> garde-robe d'acteur.<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμάτιον''': [ᾰ], τὸ ὑποκορ. τοῦ [[σῶμα]], μικρὸν ἢ εὐτελὲς [[σῶμα]], «κορμάκι», Ἰσοκρ. 415D, Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 584Β, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ ζῴου, Ἀθήν. 326C. 2) νεκρὸν [[σῶμα]], εἱλήσαντες στρωμνῇ τινι εὐτελεῖ τὸ [[σωμάτιον]] Ἡρῳδιαν. 2. 1. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, 1) μικρὸν [[σῶμα]], Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 4, 19, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 23. 2) ἐν τῷ πληθ., παραγέμισμα ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς [[ὅπως]] τροποποιῶσι [[προσηκόντως]] τὴν σωματικὴν αὑτῶν παράστασιν, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 68, πρβλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 41, Πολυδ. Β΄, 235 Δ΄, 115. 3) [[βιβλίον]], [[σύγγραμμα]], [[τόμος]], Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 1, Λογγῖν. 9. 13. ΙΙΙ. «[[σωματεῖον]]», ὁμὰς ἀνθρώπων συνδεδεμένων εἰς ἓν ἠθικὸν [[πρόσωπον]], Πανδέκτ. -Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται σωμάτειον, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2829 9., 2835. 5.
|lstext='''σωμάτιον''': [ᾰ], τὸ ὑποκορ. τοῦ [[σῶμα]], μικρὸν ἢ εὐτελὲς [[σῶμα]], «κορμάκι», Ἰσοκρ. 415D, Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 584Β, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ ζῴου, Ἀθήν. 326C. 2) νεκρὸν [[σῶμα]], εἱλήσαντες στρωμνῇ τινι εὐτελεῖ τὸ [[σωμάτιον]] Ἡρῳδιαν. 2. 1. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, 1) μικρὸν [[σῶμα]], Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 4, 19, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 23. 2) ἐν τῷ πληθ., παραγέμισμα ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς [[ὅπως]] τροποποιῶσι [[προσηκόντως]] τὴν σωματικὴν αὑτῶν παράστασιν, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 68, πρβλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 41, Πολυδ. Β΄, 235 Δ΄, 115. 3) [[βιβλίον]], [[σύγγραμμα]], [[τόμος]], Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 1, Λογγῖν. 9. 13. ΙΙΙ. «[[σωματεῖον]]», ὁμὰς ἀνθρώπων συνδεδεμένων εἰς ἓν ἠθικὸν [[πρόσωπον]], Πανδέκτ. -Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται σωμάτειον, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2829 9., 2835. 5.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit corps, pauvre corps, corps misérable;<br /><b>2</b> garde-robe d'acteur.<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰ́τιον Medium diacritics: σωμάτιον Low diacritics: σωμάτιον Capitals: ΣΩΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: sōmátion Transliteration B: sōmation Transliteration C: somation Beta Code: swma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of σῶμα,
A small body, poor body, Isoc.Ep.4.11, Epicur.Fr.181, Gnathaena ap.Ath.13.584b, etc.; ἀσθένεια τοῦ σ. PHerc.1041.1; of a sick man's body, PCair.Zen.254 (iii B.C.), Gal.13.1025, cf. Agathin. ap. Orib.10.7.4; of an animal, Arist.Fr.339; of an infant, Sor.1.117.
2 corpse, Plu.2.119b, Pap.inStud.Ital.12(1935).99 (ii A.D.), PLips.30.13 (iii A.D.), Hdn.2.1.1.
3 slave, PSI6.602.2 (iii B.C.), PCair.Zen.93.11 (iii B.C.), PUniv.Giss.20.14 (ii A.D.), etc.
II of things,
1 small body, corpuscle, Arist.de An.409a11, HA525a2.
2 pl., padding, used by actors to improve their figure, Pl. Com.256, Luc.JTr.41, Poll.2.235,4.115.
3 book, volume, Heraclit.All.1, Porph.Plot.26; structure of a poem, Longin.9.13.
4 text, opp. signature, PGen.11.18,68.18 (iv A.D.).
5 instalment of a sum due, PEleph.14.21 (iii B.C.). σωμάτειον is frequently v.l., cf. CIG2829.9, 2835.5 (Aphrodisias).

German (Pape)

[Seite 1060] τό, dim. von σῶμα, 1) kleiner Leib, Körperchen, auch geringschätzig, der elende, arme Leib; Isocr. ep. 4, 11; Plut. – 2) ein Buch, Band, Heraclid. alleg. 1 u. Schol. Il. 1, 1. – 3) eine Gesammtheit, Collegium, Sp. – 4) die Kleidung des Schauspielers, Poll. 4, 115. Vgl. Luc. Iov. Trag. 41.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit corps, pauvre corps, corps misérable;
2 garde-robe d'acteur.
Étymologie: σῶμα.

Greek (Liddell-Scott)

σωμάτιον: [ᾰ], τὸ ὑποκορ. τοῦ σῶμα, μικρὸν ἢ εὐτελὲς σῶμα, «κορμάκι», Ἰσοκρ. 415D, Λυγκεὺς παρ’ Ἀθην. 584Β, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ ζῴου, Ἀθήν. 326C. 2) νεκρὸν σῶμα, εἱλήσαντες στρωμνῇ τινι εὐτελεῖ τὸ σωμάτιον Ἡρῳδιαν. 2. 1. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, 1) μικρὸν σῶμα, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 4, 19, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 23. 2) ἐν τῷ πληθ., παραγέμισμα ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς ὅπως τροποποιῶσι προσηκόντως τὴν σωματικὴν αὑτῶν παράστασιν, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 68, πρβλ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 41, Πολυδ. Β΄, 235 Δ΄, 115. 3) βιβλίον, σύγγραμμα, τόμος, Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 1, Λογγῖν. 9. 13. ΙΙΙ. «σωματεῖον», ὁμὰς ἀνθρώπων συνδεδεμένων εἰς ἓν ἠθικὸν πρόσωπον, Πανδέκτ. -Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται σωμάτειον, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2829 9., 2835. 5.

Greek Monotonic

σωμάτιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του σῶμα, μικρό ή ευτελές σώμα, κορμάκι, σε Ισοκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωμάτιον -ου, τό [σῶμα] lichaampje, opvulling (gebruikt door toneelspelers). Luc. 21.41.

Russian (Dvoretsky)

σωμάτιον: (ᾰ) τό
1) тельце, бедное (жалкое) тело (τοῦ μεταλλάξαντος Plut.);
2) физ. тельце, молекула, корпускул (μονάδες ἢ σωμάτια μικρά Arst.);
3) театр. турнюр, подкладка Luc.