συνοφρυόομαι: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sunofruo/omai | |Beta Code=sunofruo/omai | ||
|Definition=[[συνοφρυόομαι]] or [[συνοφρυοῦμαι]], Pass., to [[frown]], to [[have the brow knitted]], [[ἀήθης]] καὶ συνωφρυωμένη S.Tr.869, cf. Dam.Isid.138; [[προσώπῳ συνωφρυωμένῳ]] = [[with frowning countenance]], E.Alc.777, cf. 800. | |Definition=[[συνοφρυόομαι]] or [[συνοφρυοῦμαι]], Pass., to [[frown]], to [[have the brow knitted]], [[ἀήθης]] καὶ συνωφρυωμένη S.Tr.869, cf. Dam.Isid.138; [[προσώπῳ συνωφρυωμένῳ]] = [[with frowning countenance]], E.Alc.777, cf. 800. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[συνοφρυοῦμαι]];<br /><i>pf.</i> [[συνωφρύωμαι]];<br />contracter <i>ou</i> froncer les sourcils.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀφρύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνοφρυόομαι''': [[συστέλλω]] τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, [[σκυθρωπάζω]], [[ἀήθης]] καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι Πολυδ. Β΄, 50. | |lstext='''συνοφρυόομαι''': [[συστέλλω]] τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, [[σκυθρωπάζω]], [[ἀήθης]] καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι Πολυδ. Β΄, 50. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:45, 2 October 2022
English (LSJ)
συνοφρυόομαι or συνοφρυοῦμαι, Pass., to frown, to have the brow knitted, ἀήθης καὶ συνωφρυωμένη S.Tr.869, cf. Dam.Isid.138; προσώπῳ συνωφρυωμένῳ = with frowning countenance, E.Alc.777, cf. 800.
French (Bailly abrégé)
συνοφρυοῦμαι;
pf. συνωφρύωμαι;
contracter ou froncer les sourcils.
Étymologie: σύν, ὀφρύς.
Greek (Liddell-Scott)
συνοφρυόομαι: συστέλλω τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, σκυθρωπάζω, ἀήθης καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι Πολυδ. Β΄, 50.
Greek Monotonic
συνοφρυόομαι: μέλ. συνωφρύωμαι (ὀφρῦς), Παθ., σουφρώνω τα φρύδια μου, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω· ξυνωφρυωμένη, με ζαρωμένα τα φρύδια της, σε Σοφ.· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ, με συνοφρυωμένη, σκυθρωπή, κατηφή όψη, σε Ευρ.
Greek Monolingual
συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι, ΝΜΑ σύνοφρυς
νεοελλ.
σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω
αρχ.
1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ.
β. «ξύνες δὲ τήνδ' ὡς ἀήθης και ξυνωφρυωμένη χωρεῑ πρὸς ἡμᾶς γραῖα...», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «συνωφρυωμένος
λυπούμενος»
3. (κατά τον Πολυδ.) «καὶ παρὰ τοῖς τραγωδοῖς τὸ συνωφρυοῦσθαι ἐπὶ τῶν λυπουμένων».
Russian (Dvoretsky)
συνοφρυόομαι: стягивать (хмурить) брови, принимать скорбный вид Soph.: οἱ συνωφρυωμένοι Eur. печальные люди.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοφρῠόομαι (σύνοφρυς) (de wenkbrauwen) fronsen.
Middle Liddell
fut. συνωφρύωμαι ὀφρύς
Pass. to have the brow knitted, ξυνωφρυωμένη with knitted brow, Soph.; ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ with frowning countenance, Eur.