τορνευτής: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ὁ, der Dreher, Drechsler, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ὁ, der Dreher, Drechsler, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tourneur.<br />'''Étymologie:''' [[τορνεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τορνευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ τόρνου, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1· τὸν τῆς γλώττης τορνευτὴν Λεόντιος ἐν Combefis Auct. Patr. novo σ. 782Α. | |lstext='''τορνευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ τόρνου, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1· τὸν τῆς γλώττης τορνευτὴν Λεόντιος ἐν Combefis Auct. Patr. novo σ. 782Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τορνεύω]]<br />[[τεχνίτης]] ειδικευμένος στην [[επεξεργασία]] μετάλλου ή ξύλου με τη [[χρησιμοποίηση]] τόρνου, [[τορναδόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημιουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γλύπτης]]». | |mltxt=ο, ΝΜΑ [[τορνεύω]]<br />[[τεχνίτης]] ειδικευμένος στην [[επεξεργασία]] μετάλλου ή ξύλου με τη [[χρησιμοποίηση]] τόρνου, [[τορναδόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημιουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[γλύπτης]]». | ||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 2 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, turner, IG12.374.355, Aristox. Harm.p.33 M., Sammelb.3950,5480, v.l. for τορευ- in M.Ant.5.1; τορνευταί· γλύπται, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1130] ὁ, der Dreher, Drechsler, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
tourneur.
Étymologie: τορνεύω.
Greek (Liddell-Scott)
τορνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ τόρνου, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1· τὸν τῆς γλώττης τορνευτὴν Λεόντιος ἐν Combefis Auct. Patr. novo σ. 782Α.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ τορνεύω
τεχνίτης ειδικευμένος στην επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου με τη χρησιμοποίηση τόρνου, τορναδόρος
μσν.
δημιουργός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «γλύπτης».