φυσιάω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4, $5, $6")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] blasen, schnauben, heftig, mit Anstrengung athmen; ἵπποι φυσιόωντες Il. 4, 227. 16, 506; Aesch. Eum. 239; φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοὴν φοινίου σταλάγματος Soph. Ant. 1224, Schol. [[αἷμα]] ἐξέπνευσε; zischend, [[ἔχις]] φυσιόωσα Opp. Cyn. 1, 262. – Übertr., sich aufblasen, großprahlen, Sp. – Bei LXX. u. im N. T. auch trans., aufblasen, aufblähen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] blasen, schnauben, heftig, mit Anstrengung athmen; ἵπποι φυσιόωντες Il. 4, 227. 16, 506; Aesch. Eum. 239; φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοὴν φοινίου σταλάγματος Soph. Ant. 1224, Schol. [[αἷμα]] ἐξέπνευσε; zischend, [[ἔχις]] φυσιόωσα Opp. Cyn. 1, 262. – Übertr., sich aufblasen, großprahlen, Sp. – Bei LXX. u. im N. T. auch trans., aufblasen, aufblähen.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />souffler avec force, respirer bruyamment.<br />'''Étymologie:''' [[φῦσα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῡσιάω''': Ἐπικ. μετοχ., φῡσιόων· ― ἀμετάβ. ὡς τὸ [[φυσάω]] 1, φυσῶ ἰσχυρῶς, [[ἀναπνέω]] δυνατά, [[ἀναπνέω]] μετὰ δυσκολίας, [[ἀσθμαίνω]], ἵπποι φυσιόωντες Ἰλ. Δ. 227, Π. 506· μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ [[σπλάγχνον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 248· φυσιῶν... ἐκβάλλει πνοήν... φοινίου σταλάγματος (πρβλ. [[φυσάω]] ΙΙ. 5), Σοφ. Ἠλ. 1238. 2) [[σίζω]], [[συρίζω]], φυσιόωσα [[ἔχις]] Ὀππ. Κυνηγ. 1. 262, πρβλ. 2, 245. 3) μεταφορ. φυσῶμαι, «φουσκώνω», [[ὑπερηφανεύομαι]], Ναυμάχ. 63, Χρυσόστ.
|lstext='''φῡσιάω''': Ἐπικ. μετοχ., φῡσιόων· ― ἀμετάβ. ὡς τὸ [[φυσάω]] 1, φυσῶ ἰσχυρῶς, [[ἀναπνέω]] δυνατά, [[ἀναπνέω]] μετὰ δυσκολίας, [[ἀσθμαίνω]], ἵπποι φυσιόωντες Ἰλ. Δ. 227, Π. 506· μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ [[σπλάγχνον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 248· φυσιῶν... ἐκβάλλει πνοήν... φοινίου σταλάγματος (πρβλ. [[φυσάω]] ΙΙ. 5), Σοφ. Ἠλ. 1238. 2) [[σίζω]], [[συρίζω]], φυσιόωσα [[ἔχις]] Ὀππ. Κυνηγ. 1. 262, πρβλ. 2, 245. 3) μεταφορ. φυσῶμαι, «φουσκώνω», [[ὑπερηφανεύομαι]], Ναυμάχ. 63, Χρυσόστ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />souffler avec force, respirer bruyamment.<br />'''Étymologie:''' [[φῦσα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσιάω Medium diacritics: φυσιάω Low diacritics: φυσιάω Capitals: ΦΥΣΙΑΩ
Transliteration A: physiáō Transliteration B: physiaō Transliteration C: fysiao Beta Code: fusia/w

English (LSJ)

Ep. part. φῡσιόων:—intr., A blow, puff, snort, breathe hard, pant, ἵπποι φυσιόωντες Il.4.227, 16.506; μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ σπλάγχνον A.Eu.248; φυσιῶν . . ἐκβάλλει ῥοὴν . . φοινίου σταλάγματος S.Ant.1238: metaph., μέσφ' ὁ δαίμων οὔρια φυσιάει Cerc.4.49. 2 hiss, φυσιόωσα ἔχις Opp.C.3.439, cf. 1.262. 3 metaph., to be puffed up, Naumach. ap. Stob.4.23.7.

German (Pape)

[Seite 1317] blasen, schnauben, heftig, mit Anstrengung athmen; ἵπποι φυσιόωντες Il. 4, 227. 16, 506; Aesch. Eum. 239; φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοὴν φοινίου σταλάγματος Soph. Ant. 1224, Schol. αἷμα ἐξέπνευσε; zischend, ἔχις φυσιόωσα Opp. Cyn. 1, 262. – Übertr., sich aufblasen, großprahlen, Sp. – Bei LXX. u. im N. T. auch trans., aufblasen, aufblähen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
souffler avec force, respirer bruyamment.
Étymologie: φῦσα.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσιάω: Ἐπικ. μετοχ., φῡσιόων· ― ἀμετάβ. ὡς τὸ φυσάω 1, φυσῶ ἰσχυρῶς, ἀναπνέω δυνατά, ἀναπνέω μετὰ δυσκολίας, ἀσθμαίνω, ἵπποι φυσιόωντες Ἰλ. Δ. 227, Π. 506· μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ σπλάγχνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 248· φυσιῶν... ἐκβάλλει πνοήν... φοινίου σταλάγματος (πρβλ. φυσάω ΙΙ. 5), Σοφ. Ἠλ. 1238. 2) σίζω, συρίζω, φυσιόωσα ἔχις Ὀππ. Κυνηγ. 1. 262, πρβλ. 2, 245. 3) μεταφορ. φυσῶμαι, «φουσκώνω», ὑπερηφανεύομαι, Ναυμάχ. 63, Χρυσόστ.

Greek Monotonic

φῡσιάω: Επικ. μτχ. αμτβ., φυσάω, ξεφυσάω, αναπνέω δυνατά, ασθμαίνω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φῡσιάω: тяжело дышать, храпеть (ἵπποι φυσιόωντες Hom.): φ. τινι Aesch. задыхаться от чего-л.; φυσιῶν ἐχβάλλει πνοήν (v.l. ῥοήν) Soph. он с хрипением испускает дух.

Middle Liddell

φῡσιάω,
epic part. φῡσιόων, intr. to blow, puff, breathe hard, pant, Il., Aesch., Soph.