χλίω: Difference between revisions
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1359.png Seite 1359]] warm od. weich werden, schmelzen, zerfließen, übertr., weichlich, üppig leben, schwelgen, prunken, übermüthig sein; Aesch. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα, Ch. 135; στόλον πέπλοισι βαρβάροισι καὶ πυκνώμασι χλίοντα Suppl. 233. – Von dieser seltenen Stammform kommt [[χλιδή]], [[χλιδάω]], [[χλιαρός]] u. s. w. – [Ι scheint immer lang gebraucht zu sein.] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1359.png Seite 1359]] warm od. weich werden, schmelzen, zerfließen, übertr., weichlich, üppig leben, schwelgen, prunken, übermüthig sein; Aesch. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα, Ch. 135; στόλον πέπλοισι βαρβάροισι καὶ πυκνώμασι χλίοντα Suppl. 233. – Von dieser seltenen Stammform kommt [[χλιδή]], [[χλιδάω]], [[χλιαρός]] u. s. w. – [Ι scheint immer lang gebraucht zu sein.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être dédaigneux, fier, orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[χλιαρός]], [[χλιαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χλίω''': [ῑ], εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[θερμός]], εὕρηται μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Αἰσχύλ. καὶ ἐν μεταφ. σημασίᾳ ὡς τὸ [[τρυφάω]], ἀσώτως [[διάγω]], εἶμαι [[μαλθακός]], [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἐπιχαίρω]], οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Χο. 137˙ ποδαπὸν ὅμιλον τόνδ’ ἀνελληνόστολον πέπλοισι βαρβάροισι .. χλίοντα προσφωνοῦμεν; Ἱκέτ. 235 (Ἐντεῦθεν χλιάω, χλιαρός, χλιαίνω, καὶ (τῇ παρεμβολῇ τοῦ δ) χλιδή, χλιδάω, χλοιδάω (ἴδε Curt. Et. Gr. σ. 640). | |lstext='''χλίω''': [ῑ], εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[θερμός]], εὕρηται μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Αἰσχύλ. καὶ ἐν μεταφ. σημασίᾳ ὡς τὸ [[τρυφάω]], ἀσώτως [[διάγω]], εἶμαι [[μαλθακός]], [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἐπιχαίρω]], οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Χο. 137˙ ποδαπὸν ὅμιλον τόνδ’ ἀνελληνόστολον πέπλοισι βαρβάροισι .. χλίοντα προσφωνοῦμεν; Ἱκέτ. 235 (Ἐντεῦθεν χλιάω, χλιαρός, χλιαίνω, καὶ (τῇ παρεμβολῇ τοῦ δ) χλιδή, χλιδάω, χλοιδάω (ἴδε Curt. Et. Gr. σ. 640). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:10, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], luxuriate, revel, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα A.Ch. 137; ὅμιλον . . πέπλοισι βαρβάροισι . . χλίοντα Id.Supp.236.
German (Pape)
[Seite 1359] warm od. weich werden, schmelzen, zerfließen, übertr., weichlich, üppig leben, schwelgen, prunken, übermüthig sein; Aesch. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα, Ch. 135; στόλον πέπλοισι βαρβάροισι καὶ πυκνώμασι χλίοντα Suppl. 233. – Von dieser seltenen Stammform kommt χλιδή, χλιδάω, χλιαρός u. s. w. – [Ι scheint immer lang gebraucht zu sein.]
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être dédaigneux, fier, orgueilleux.
Étymologie: cf. χλιαρός, χλιαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
χλίω: [ῑ], εἶμαι ἢ γίνομαι θερμός, εὕρηται μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Αἰσχύλ. καὶ ἐν μεταφ. σημασίᾳ ὡς τὸ τρυφάω, ἀσώτως διάγω, εἶμαι μαλθακός, ὑπερηφανεύομαι, ἐπιχαίρω, οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Χο. 137˙ ποδαπὸν ὅμιλον τόνδ’ ἀνελληνόστολον πέπλοισι βαρβάροισι .. χλίοντα προσφωνοῦμεν; Ἱκέτ. 235 (Ἐντεῦθεν χλιάω, χλιαρός, χλιαίνω, καὶ (τῇ παρεμβολῇ τοῦ δ) χλιδή, χλιδάω, χλοιδάω (ἴδε Curt. Et. Gr. σ. 640).
Greek Monolingual
Α
1. χλιαίνω
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι χλιαρός
3. μτφ. χλιδῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω.
Greek Monotonic
χλίω: [ῑ], μόνο σε ενεστ., είμαι ή γίνομαι θερμός· απ' όπου, ζω με πολυτέλεια, γλεντώ, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
χλίω: (только praes.) досл. быть теплым или разгорячаться, перен. пользоваться (ὑπερκόπως ἐν τοῖς πόνοις τινός Aesch.): πέπλοισι καὶ πυκνώμασι χ. Aesch. быть пышно одетым.
Middle Liddell
χλῑ́ω, only in pres.]
to be or become warm: hence to luxuriate, revel, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι Aesch.