ψαρός: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1391.png Seite 1391]] eigtl. von der Farbe des Staars, staargrau, übh. grau, aschgrau, gesprenkelt; [[ἵππος]] Ar. Nubb. 1224 ([[ποικίλος]], [[σποδοειδής]], die Erkl. [[ταχύς]] ist wohl falsch); Arist. H. A. 9, 49; Ael. H. A. 12, 28; von [[ποικίλος]] unterschieden, dieses bezeichnet Mehrfarbigkeit, jenes Abstufungen derselben Farbe, Grau in Grau, wie die Farbe der Staare ist, dah. es Plin. H. N. 10, 29 durch concolor übersetzt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1391.png Seite 1391]] eigtl. von der Farbe des Staars, staargrau, übh. grau, aschgrau, gesprenkelt; [[ἵππος]] Ar. Nubb. 1224 ([[ποικίλος]], [[σποδοειδής]], die Erkl. [[ταχύς]] ist wohl falsch); Arist. H. A. 9, 49; Ael. H. A. 12, 28; von [[ποικίλος]] unterschieden, dieses bezeichnet Mehrfarbigkeit, jenes Abstufungen derselben Farbe, Grau in Grau, wie die Farbe der Staare ist, dah. es Plin. H. N. 10, 29 durch concolor übersetzt.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />d'un gris pommelé;<br /><i>Cp.</i> ψαρότερος.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψάρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψᾱρός''': -ά, -όν, (ψὰρ) [[ὅμοιος]] πρὸς ψᾶρα Δηλ. ἔχων στίγματα, [[κατάστικτος]], ψ. [[ἵππος]], [[κατάστικτος]] φαιὸς ἵππ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1225 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[ταχύς]], οἱονεὶ ἐκ τοῦ [[ψαίρω]], πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ)· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 2, διακρίνει τὸ ψαρὸς ἀπὸ τοῦ [[ποικίλος]], [[ὅπερ]] σημαίνει ὅτι τὰ στίγματα [[εἶναι]] εὐδιακριτώτερα. - Συγκρ. ψαρότερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 28.
|lstext='''ψᾱρός''': -ά, -όν, (ψὰρ) [[ὅμοιος]] πρὸς ψᾶρα Δηλ. ἔχων στίγματα, [[κατάστικτος]], ψ. [[ἵππος]], [[κατάστικτος]] φαιὸς ἵππ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1225 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[ταχύς]], οἱονεὶ ἐκ τοῦ [[ψαίρω]], πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ)· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 2, διακρίνει τὸ ψαρὸς ἀπὸ τοῦ [[ποικίλος]], [[ὅπερ]] σημαίνει ὅτι τὰ στίγματα [[εἶναι]] εὐδιακριτώτερα. - Συγκρ. ψαρότερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 28.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />d'un gris pommelé;<br /><i>Cp.</i> ψαρότερος.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψάρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾱρός Medium diacritics: ψαρός Low diacritics: ψαρός Capitals: ΨΑΡΟΣ
Transliteration A: psarós Transliteration B: psaros Transliteration C: psaros Beta Code: yaro/s

English (LSJ)

(A), ά, όν, (ψάρ) A like a starling, i. e. speckled, dappled, ψ. ἵππος a dapple-grey horse, Ar.Nu.1225, LXX Za.1.8; Arist.HA632b19 distinguishes it fr. ποικίλος, which implies that the spots are more distinctly marked:—Comp. ψαρότερος Ael.NA12.28, Aët.11.11.
ψαρός (B), ά, όν, neut. ψαρόν, τό, name of a siccative powder, Paul.Aeg.7.13.11; perhaps cf. ψηρός.

German (Pape)

[Seite 1391] eigtl. von der Farbe des Staars, staargrau, übh. grau, aschgrau, gesprenkelt; ἵππος Ar. Nubb. 1224 (ποικίλος, σποδοειδής, die Erkl. ταχύς ist wohl falsch); Arist. H. A. 9, 49; Ael. H. A. 12, 28; von ποικίλος unterschieden, dieses bezeichnet Mehrfarbigkeit, jenes Abstufungen derselben Farbe, Grau in Grau, wie die Farbe der Staare ist, dah. es Plin. H. N. 10, 29 durch concolor übersetzt.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
d'un gris pommelé;
Cp. ψαρότερος.
Étymologie: DELG ψάρ.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾱρός: -ά, -όν, (ψὰρ) ὅμοιος πρὸς ψᾶρα Δηλ. ἔχων στίγματα, κατάστικτος, ψ. ἵππος, κατάστικτος φαιὸς ἵππ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1225 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ταχύς, οἱονεὶ ἐκ τοῦ ψαίρω, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ)· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 2, διακρίνει τὸ ψαρὸς ἀπὸ τοῦ ποικίλος, ὅπερ σημαίνει ὅτι τὰ στίγματα εἶναι εὐδιακριτώτερα. - Συγκρ. ψαρότερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 28.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / ψαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ψαριά Ν ψάρ
(κυρίως για ζώα) αυτός που έχει γκρίζο τρίχωμα
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει αρχίσει να ασπρίζει, γκριζομάλλης
2. (στον Ερωτόκρ.) (για άλογο) ταχύς
αρχ.
1. διάστικτος, κατάστικτος
2. ποικιλόχρωμος.
(II)
-ά, -όν, Α
βλ. ψηρός.

Greek Monotonic

ψᾱρός: -ά, -όν (ψάρ), αυτός που μοιάζει με ψαρόνι, δηλ. αυτός που έχει στίγματα, κατάστικτος, γκρίζος· ψαρὸς ἵππος, παρδαλό γκρι (φαιό) άλογο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ψᾱρός:
1) пятнистый, пестрый (κίχλη Arst.);
2) серый в яблоках (ἵππος Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψαρός -ά -όν [ψάρ] spreeuwachtig, d.w.z. gespikkeld:. ψαρὸς ἵππος gespikkeld paard Aristoph. Nub. 1225.

Middle Liddell

ψᾱρός, ή, όν [ψάρ]
like a starling, i. e. speckled, dappled, ψ. ἵππος a dapple-gray horse, Ar.