ἀβροτάζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0005.png Seite 5]] verfehlen, nur Iliad. 19, 65 μή πως ἀβροτάξομεν ἀλλήλοιιν | ἐρχομένω; verwandt mit [[ἤμβροτον]], [[ἁμαρτάνω]], f. Herodian. in den Scholl. und Buttmann Lexil. 1, 134 ff. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0005.png Seite 5]] verfehlen, nur Iliad. 19, 65 μή πως ἀβροτάξομεν ἀλλήλοιιν | ἐρχομένω; verwandt mit [[ἤμβροτον]], [[ἁμαρτάνω]], f. Herodian. in den Scholl. und Buttmann Lexil. 1, 134 ff. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>sbj. ao. épq.</i> ἀβροτάξομεν;<br />s'égarer, se perdre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμβροτεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀβροτάζω''': [[ἀποτυγχάνω]], μετὰ γεν. Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατὰ ἀόρ. α΄ ὑπ. [[μήπως]] ἀβροτάξομεν (Ἐπικ. ἀντὶ -ωμεν) ἀλλήλοιῑν, Ἰλ. Κ, 65. (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ ἀμβροτεῖν, ἁμαρτεῖν, ἀποβληθέντος τοῦ μ, ὡς ἐν ταῖς λέξ. [[ἄμβροτος]], [[ἄβροτος]], [[ἀμπλακεῖν]], ἀπλακεῖν πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ [[ἀμβρόσιος]] 7). | |lstext='''ἀβροτάζω''': [[ἀποτυγχάνω]], μετὰ γεν. Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατὰ ἀόρ. α΄ ὑπ. [[μήπως]] ἀβροτάξομεν (Ἐπικ. ἀντὶ -ωμεν) ἀλλήλοιῑν, Ἰλ. Κ, 65. (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ ἀμβροτεῖν, ἁμαρτεῖν, ἀποβληθέντος τοῦ μ, ὡς ἐν ταῖς λέξ. [[ἄμβροτος]], [[ἄβροτος]], [[ἀμπλακεῖν]], ἀπλακεῖν πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ [[ἀμβρόσιος]] 7). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 11:25, 2 October 2022
English (LSJ)
miss, c. gen., only in aor. 1 subj., μήπως ἀβροτάξομεν (Ep. for -ωμεν) ἀλλήλοιϊν Il.10.65:—Subst. ἀβρόταξις, εως, ἡ, error, Hsch., Eust.789.52: Adj. ἀβροτήμων, ον, erring, in Hsch., AB322. (For ἀμγτάζω, cf. ἀμβροτ-εῖν, ἁμαρτ-εῖν.)
German (Pape)
[Seite 5] verfehlen, nur Iliad. 19, 65 μή πως ἀβροτάξομεν ἀλλήλοιιν
French (Bailly abrégé)
sbj. ao. épq. ἀβροτάξομεν;
s'égarer, se perdre, gén..
Étymologie: ἀμβροτεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβροτάζω: ἀποτυγχάνω, μετὰ γεν. Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατὰ ἀόρ. α΄ ὑπ. μήπως ἀβροτάξομεν (Ἐπικ. ἀντὶ -ωμεν) ἀλλήλοιῑν, Ἰλ. Κ, 65. (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ ἀμβροτεῖν, ἁμαρτεῖν, ἀποβληθέντος τοῦ μ, ὡς ἐν ταῖς λέξ. ἄμβροτος, ἄβροτος, ἀμπλακεῖν, ἀπλακεῖν πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ ἀμβρόσιος 7).
English (Autenrieth)
(ἀβροτεῖν, ἀμβροτεῖν, ἁμαρτεῖν): aor. subj. ἀβροτάξομεν, miss, w. gen., Il. 10.65.†
Greek Monotonic
ἀβροτάζω: αποτυγχάνω, αστοχώ, με γεν.· μόνο στην υποτ. αορ. αʹ, μήπως ἀβροτάξομεν (Επικ. αντί ἀβροτάξωμεν) ἀλλήλοιϊν, ώστε να μην αστοχήσουμε ο ένας προς τον άλλον, σε Ομήρ. Ιλ. (από την ίδια ρίζα όπως τα ἀμβροτ-εῖν, ἁμαρτ-εῖν, με αποβολή του μ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀβροτάζω: ἀμβροτεῖν и ἁμαρτεῖν (только conjct. aor. 1 act.) терять из виду: μή πως ἀβροτάξομεν ἀλλήλοιϊν Hom. чтобы нам не потерять друг друга.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: miss (somebody)
Other forms: Only aor. subj. ἀβροτάξομεν Κ 65.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ἤμβροτον, the aor. of ἁμαρτάνω? (Artificial?) archaism of the Doloneia? -βρ- for -μβρ- m.c.?
Middle Liddell
[From same Root with ἀμβροτεῖν, ἁμαρτεῖν, μ being rejected.]
to miss, c. gen., only in aor1 subj., μήπως ἀβροτάξομεν (epic for -ωμεν) ἀλλήλοιϊν that we may not miss one another, Il.
Frisk Etymology German
ἀβροτάζω: {abrotázō}
Forms: nur Konj. Aor. ἀβροτάξομεν Κ 65.
Grammar: v.
Meaning: ‘jemanden verfehlen’
Derivative: Abl. ἀβρόταξις H., Eust.
Etymology: Vielleicht nur metrisch bedingte Umbildung von *ἀβροτῶμεν (Schwyzer Mél. Pedersen 70). S. ἁμαρτάνω. Zu -βρ- für -μβρ- s. Schwyzer 277.
Page 1,5