ἀλέξημα: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0092.png Seite 92]] τό, Schutz-, Heilmittel, Aesch. Pr. 477; Dion. H. τὰ πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλ. 7, 13, u. sonst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0092.png Seite 92]] τό, Schutz-, Heilmittel, Aesch. Pr. 477; Dion. H. τὰ πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλ. 7, 13, u. sonst.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />défense, secours.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέξω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλέξημα''': -ατος, τό, ([[ἀλέξω]]) [[ὑπεράσπισις]], [[προστασία]], [[βοήθεια]], Αἰσχύλ. Πρ. 479· ἀλ. [[πρός]] τι, [[ὑπεράσπισις]] κατά τινος, Διον. Ἁλ. 7. 13.
|lstext='''ἀλέξημα''': -ατος, τό, ([[ἀλέξω]]) [[ὑπεράσπισις]], [[προστασία]], [[βοήθεια]], Αἰσχύλ. Πρ. 479· ἀλ. [[πρός]] τι, [[ὑπεράσπισις]] κατά τινος, Διον. Ἁλ. 7. 13.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />défense, secours.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέξω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέξημα Medium diacritics: ἀλέξημα Low diacritics: αλέξημα Capitals: ΑΛΕΞΗΜΑ
Transliteration A: aléxēma Transliteration B: alexēma Transliteration C: aleksima Beta Code: a)le/chma

English (LSJ)

ατος, τό, defence, guard, help, A.Pr.479: c. gen., remedy for, ὀδύνης Hp.Mul.2.212; protection against, κρύους καὶ θάλπους Gal.UP12.3; ὑπονοίας Longin. 17.2; ἀ. πρός τι D.H.7.13, Paus.10.18.3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
1 medic. remedio εἴ τις εἰς νόσον πέσοι, οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδέν A.Pr.479, c. gen. ὀδύνης Hp.Mul.2.212, κρύους καὶ θάλπους Gal.4.8, ἐς δίψαν Paus.10.18.3, cf. Phot.α 921.
2 gener. protección, precaución οὐκ ... προὐμηχανήσαντο τὰ πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξήματα D.H.7.13, τῆς ὑπονοίας Longin.17.2, cf. Synes.Prouid.2.1, Sch.Pi.P.10.79c.

German (Pape)

[Seite 92] τό, Schutz-, Heilmittel, Aesch. Pr. 477; Dion. H. τὰ πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλ. 7, 13, u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
défense, secours.
Étymologie: ἀλέξω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέξημα: -ατος, τό, (ἀλέξω) ὑπεράσπισις, προστασία, βοήθεια, Αἰσχύλ. Πρ. 479· ἀλ. πρός τι, ὑπεράσπισις κατά τινος, Διον. Ἁλ. 7. 13.

Greek Monolingual

ἀλέξημα, το (Α)
1. κάθε αμυντικό ή προφυλακτικό μέσο, υπεράσπιση, προστασία, βοήθεια
2. θεραπευτικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με -η- θέμα του ρημ. ἀλέξω, πρβλ. και μέλλ. ἀλεξήσω].

Greek Monotonic

ἀλέξημα: -ατος, τό (ἀλέξω), υπεράσπιση, προστασία, βοήθεια, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλέξημα: ατος (ᾰλ) τό защита, средство спасения: εἴ τις ἐς νόσον πέσοι, οὐκ ἦν ἀ. οὐδέν Aesch. если кто-л. заболевал, спасения не было.

Middle Liddell

ἀλέξω
a defence, remedy, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλέξημα -ατος, τό ἀλέξω remedie, geneesmiddel.