ἀνθοφόρος: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] Blumen tragend, blühend, [[ἄλσος]], Ar. Ran. 442; übertr., παῖδες Mel. 2, 31 (XII, 256. 165). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] Blumen tragend, blühend, [[ἄλσος]], Ar. Ran. 442; übertr., παῖδες Mel. 2, 31 (XII, 256. 165). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />fleuri.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθοφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ἄνθη]], ὁ [[πλήρης]] ἀνθέων, [[ἄλσος]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 442, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 256· κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ [[κάρπιμος]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5. 2) [[ἀνθοφόρος]], ἡ, [[ἱέρεια]] ἧς ἡ [[ὑπηρεσία]] ἦτο νὰ φέρῃ [[ἄνθη]] τὸ [[ἄγαλμα]] θεᾶς καὶ ἰδίως τῆς Ἀφροδίτης, [[σῶμα]] ... παρθένου ἀνθοφόρου [[τύμβος]] ὅδ’ ἐγκατέχει Συλλ. Ἐπιγρ. 2161b, 2162· [[οὕτως]], ἀνθηφόρον τῆς θεοῦ Ἀφροδίτης (ἐν τῇ ἐπιγρ. Ἀφροδείτης) Ἐπιγρ. Ἀφροδισ. [[αὐτόθι]] 2821, 2822. | |lstext='''ἀνθοφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ἄνθη]], ὁ [[πλήρης]] ἀνθέων, [[ἄλσος]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 442, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 256· κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ [[κάρπιμος]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5. 2) [[ἀνθοφόρος]], ἡ, [[ἱέρεια]] ἧς ἡ [[ὑπηρεσία]] ἦτο νὰ φέρῃ [[ἄνθη]] τὸ [[ἄγαλμα]] θεᾶς καὶ ἰδίως τῆς Ἀφροδίτης, [[σῶμα]] ... παρθένου ἀνθοφόρου [[τύμβος]] ὅδ’ ἐγκατέχει Συλλ. Ἐπιγρ. 2161b, 2162· [[οὕτως]], ἀνθηφόρον τῆς θεοῦ Ἀφροδίτης (ἐν τῇ ἐπιγρ. Ἀφροδείτης) Ἐπιγρ. Ἀφροδισ. [[αὐτόθι]] 2821, 2822. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:27, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A bearing flowers, flowery, ἄλσος Ar.Ra.445, AP12.256 (Mel.); opp. κάρπιμος, Thphr.CP1.5.5. II ἀνθοφόρος, ἡ, flower-bearer, title of a priestess of Demeter and Kore, IG12(8).526 (Thasos), cf. 609(ibid.)
Spanish (DGE)
-ον
I 1que produce flores, florido, ἄλσος Ar.Ra.441, AP 12.256 (Mel.), cf. Thphr.CP 1.5.5, op. ἀνανθής Thphr.HP 1.3.5 (= Hippo A.19).
2 portador de flores εἶδον ἐν Ῥώμῃ τοὺς ἀνθοφόρους Philostr.Ep.55.
II subst.
1 ἡ ἀ. sacerdotisa de Deméter, IG 12(8).526 (Tasos), cf. 609 (Tasos).
2 como n. pr. ἡ Ἀ. Antóforo n. gr. de la divinidad latina Feronia, D.H.3.32.
3 bot. zarzaparrilla, Smilax áspera L. o correhuela de cercas, Convolvulus sepium L., Plin.HN 24.82.
German (Pape)
[Seite 233] Blumen tragend, blühend, ἄλσος, Ar. Ran. 442; übertr., παῖδες Mel. 2, 31 (XII, 256. 165).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fleuri.
Étymologie: ἄνθος, φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἄνθη, ὁ πλήρης ἀνθέων, ἄλσος Ἀριστοφ. Βάτρ. 442, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 256· κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ κάρπιμος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5. 2) ἀνθοφόρος, ἡ, ἱέρεια ἧς ἡ ὑπηρεσία ἦτο νὰ φέρῃ ἄνθη τὸ ἄγαλμα θεᾶς καὶ ἰδίως τῆς Ἀφροδίτης, σῶμα ... παρθένου ἀνθοφόρου τύμβος ὅδ’ ἐγκατέχει Συλλ. Ἐπιγρ. 2161b, 2162· οὕτως, ἀνθηφόρον τῆς θεοῦ Ἀφροδίτης (ἐν τῇ ἐπιγρ. Ἀφροδείτης) Ἐπιγρ. Ἀφροδισ. αὐτόθι 2821, 2822.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀνθοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει άνθη, ανθισμένος
νεοελλ.
1. ανθοστόλιστος
2. το αρσ. ως ουσ. ο ανθοφόρος
α) βοτ. ο μίσχος του άνθους
β) έπιπλο όπου τοποθετούνται λουλούδια
αρχ.
1. αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει μόνο λουλούδια, καλλωπιστικός
2. (για ιέρεια) αυτή που προσκομίζει στους θεούς λουλούδια.
Greek Monotonic
ἀνθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που έχει λουλούδια, λουλουδάτος, σε Αριστοφ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοφόρος: приносящий цветы, цветущий (ἄλσος Arph., Anth.).