ἀναφορέω: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0214.png Seite 214]] = [[ἀναφέρω]] 1), Her. 3, 102 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0214.png Seite 214]] = [[ἀναφέρω]] 1), Her. 3, 102 u. öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />porter en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναφορά]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναφορέω''': [[ἀναφέρω]] Ι, [[ἀναβιβάζω]], ἀλλ’ ἐν χρήσει μετὰ θαμιστικῆς ἐννοίας, οἱ μύρμηκες ποιεύμενοι οἴκησιν ὑπὸ γῆν ἀναφορέουσι τὴν ψάμμον Ἡρόδ. 3. 102, 111, Θουκ. 4. 115. | |lstext='''ἀναφορέω''': [[ἀναφέρω]] Ι, [[ἀναβιβάζω]], ἀλλ’ ἐν χρήσει μετὰ θαμιστικῆς ἐννοίας, οἱ μύρμηκες ποιεύμενοι οἴκησιν ὑπὸ γῆν ἀναφορέουσι τὴν ψάμμον Ἡρόδ. 3. 102, 111, Θουκ. 4. 115. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:30, 2 October 2022
English (LSJ)
= ἀναφέρω 1, but used in a frequentat. sense, Hdt.3.102,III, Th.4.115.
Spanish (DGE)
1 llevar hacia arriba, subir καὶ ὕδατος ἀμφορέας πολλοὺς καὶ πίθους ἀνεφόρησαν Th.4.115.
2 sacar, excavar οἱ μύρμηκες ... τὴν ψάμμον Hdt.3.102.
German (Pape)
[Seite 214] = ἀναφέρω 1), Her. 3, 102 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter en haut.
Étymologie: ἀναφορά.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφορέω: ἀναφέρω Ι, ἀναβιβάζω, ἀλλ’ ἐν χρήσει μετὰ θαμιστικῆς ἐννοίας, οἱ μύρμηκες ποιεύμενοι οἴκησιν ὑπὸ γῆν ἀναφορέουσι τὴν ψάμμον Ἡρόδ. 3. 102, 111, Θουκ. 4. 115.
Greek Monotonic
ἀναφορέω: θαμιστικό του ἀναφέρω I, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφορέω: Her., Thuc. frequ. к ἀναφέρω.
Middle Liddell
[Frequent. of ἀναφέρω Ι, Hdt., Thuc.]