ἀντηρέτης: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0248.png Seite 248]] ὁ, eigtl. Gegenruderer; übh. Gegner, Widersacher, [[δορός]] τινι Aesch. Sept. 981; ἐχθροῖς 265. 577. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0248.png Seite 248]] ὁ, eigtl. Gegenruderer; übh. Gegner, Widersacher, [[δορός]] τινι Aesch. Sept. 981; ἐχθροῖς 265. 577. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui rame à la rencontre de, <i>càd</i> adversaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐρέτης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντηρέτης''': -ου, ὁ, ([[ἐρέτης]]) [[κυρίως]] ὁ κωπηλατῶν [[ἐναντίον]] ἑτέρου, «[[ἀντηρέτης]]: ὁ ἀντικαθεζόμενος τῷ ἐλαύνοντι» Α. Β. 411, 6: ἐν γένει [[ἀντίπαλος]], [[ἀνταγωνιστής]], [[ἐχθρός]], Αἰσχύλ. Θ. 283, 595· [[δορός]] γε τῷδ’ ἀντηρέτας [[αὐτόθι]] 993. | |lstext='''ἀντηρέτης''': -ου, ὁ, ([[ἐρέτης]]) [[κυρίως]] ὁ κωπηλατῶν [[ἐναντίον]] ἑτέρου, «[[ἀντηρέτης]]: ὁ ἀντικαθεζόμενος τῷ ἐλαύνοντι» Α. Β. 411, 6: ἐν γένει [[ἀντίπαλος]], [[ἀνταγωνιστής]], [[ἐχθρός]], Αἰσχύλ. Θ. 283, 595· [[δορός]] γε τῷδ’ ἀντηρέτας [[αὐτόθι]] 993. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἐρέτης) properly, one who rows against another, cf. AB411: generally, opponent, adversary, A. Th.284,595; ἀ. δορός τινι ib.997 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que rema enfrente, AB 411, EM 112.40G.
•fig. adversario ἀντηρέτας ἐχθροῖσι que reman contra el enemigo A.Th.283, δορὸς τῷδ' ἀντηρέτας remero de la lanza (e.d. lancero) contrario a éste A.Th.992, cf. 595.
German (Pape)
[Seite 248] ὁ, eigtl. Gegenruderer; übh. Gegner, Widersacher, δορός τινι Aesch. Sept. 981; ἐχθροῖς 265. 577.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui rame à la rencontre de, càd adversaire.
Étymologie: ἀντί, ἐρέτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντηρέτης: -ου, ὁ, (ἐρέτης) κυρίως ὁ κωπηλατῶν ἐναντίον ἑτέρου, «ἀντηρέτης: ὁ ἀντικαθεζόμενος τῷ ἐλαύνοντι» Α. Β. 411, 6: ἐν γένει ἀντίπαλος, ἀνταγωνιστής, ἐχθρός, Αἰσχύλ. Θ. 283, 595· δορός γε τῷδ’ ἀντηρέτας αὐτόθι 993.
Greek Monolingual
ἀντηρέτης, ο (Α) ερέτης
1.αυτός που κωπηλατεί καθισμένος απέναντι από κάποιον άλλο
2.ο αντίπαλος, ο εχθρός.
Greek Monotonic
ἀντηρέτης: -ου, ὁ (ἐρέτης), κυρίως, κωπηλάτης απέναντι σε άλλον· γενικά, αντίπαλος, ανταγωνιστής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντηρέτης: ου ὁ досл. гребущий в обратном направлении, перен. противник (τινί Aesch.): δορός τινι ἀ. Aesch. сражающийся против кого-л. с копьем в руке.
Middle Liddell
ἐρέτης
properly, one who rows against another: generally an adversary, Aesch.