ἀποστερητικός: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0327.png Seite 327]] beraubend, betrügend, [[νοῦς]] Ar. Nub. 718. 737. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0327.png Seite 327]] beraubend, betrügend, [[νοῦς]] Ar. Nub. 718. 737. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />enclin à dépouiller, à voler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποστερέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποστερητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἀποστέρησιν, εἰς κατάχρησιν χρημάτων ἢ κτημάτων, εἰς κλοπήν, γνώμη ἀπ. τόκου, [[ἐπινόησις]] [[ὅπως]] μὴ ἀποτίνῃ τις τὸν ὀφειλόμενον τόκον, Ἀριστοφ. Νεφ. 747, πρβλ. 728: - οὕτω, γνώμη ἀποστερητρὶς [[αὐτόθι]] 730. | |lstext='''ἀποστερητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἀποστέρησιν, εἰς κατάχρησιν χρημάτων ἢ κτημάτων, εἰς κλοπήν, γνώμη ἀπ. τόκου, [[ἐπινόησις]] [[ὅπως]] μὴ ἀποτίνῃ τις τὸν ὀφειλόμενον τόκον, Ἀριστοφ. Νεφ. 747, πρβλ. 728: - οὕτω, γνώμη ἀποστερητρὶς [[αὐτόθι]] 730. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for withholding by fraud, τόκου γνώμην ἀποστερητικήν a device for cheating one of his interest, Ar.Nu.747, cf. 728.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que priva mediante fraude τόκου γνώμην ἀποστερητικήν plan para privar a uno de su interés Ar.Nu.747.
German (Pape)
[Seite 327] beraubend, betrügend, νοῦς Ar. Nub. 718. 737.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin à dépouiller, à voler.
Étymologie: ἀποστερέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστερητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀποστέρησιν, εἰς κατάχρησιν χρημάτων ἢ κτημάτων, εἰς κλοπήν, γνώμη ἀπ. τόκου, ἐπινόησις ὅπως μὴ ἀποτίνῃ τις τὸν ὀφειλόμενον τόκον, Ἀριστοφ. Νεφ. 747, πρβλ. 728: - οὕτω, γνώμη ἀποστερητρὶς αὐτόθι 730.
Greek Monolingual
ἀποστερητικός, ή, -όν (Α)
αυτός που αποστερεί κάτι από κάποιον.
Greek Monotonic
ἀποστερητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για υπεξαίρεση ή εξαπάτηση· γνώμη ἀποστερητική τόκου, επινόηση που αποσκοπεί στην εξαπάτηση και την παρακράτηση του οφειλόμενου τόκου απ' αυτόν στον οποίο πρέπει να αποδοθεί, σε Αριστοφ.· ομοίως, θηλ. ἀποστερητρίς, -ίδος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστερητικός: воровской, коварный, хитрый (νοῦς, γνώμη Arph.).
Middle Liddell
[From ἀποστερέω
of or for cheating, γνώμη ἀπ. τόκου a device for cheating one of his interest, Ar.; so fem. ἀποστερητρίς.