ἄγρευμα: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0022.png Seite 22]] τό, 1) Jagdbeute, Fang, Eur. Bacch. 1239 u. Sp. D. In Prosa übertr. φίλοι, τὸ πλείστου ἄξιον [[ἄγρευμα]] Xen. Mem. 3, 11, 7. – 2) Fangnetz, μόρσιμα Aesch. Ag. 1018; [[θηρός]] Ch. 992 u. Spt. 589; ποικίλα Eum. 438. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0022.png Seite 22]] τό, 1) Jagdbeute, Fang, Eur. Bacch. 1239 u. Sp. D. In Prosa übertr. φίλοι, τὸ πλείστου ἄξιον [[ἄγρευμα]] Xen. Mem. 3, 11, 7. – 2) Fangnetz, μόρσιμα Aesch. Ag. 1018; [[θηρός]] Ch. 992 u. Spt. 589; ποικίλα Eum. 438. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> gibier, butin;<br /><b>2</b> piège, filets.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄγρευμα''': τό, ([[ἀγρεύω]]), τὸ συλληφθὲν ἐν θήρᾳ, [[θήραμα]], [[λεία]], λάφυρον, Εὐρ. Βάκχ. 1241: - μεταφ., Ξεν. Ἀπομ. 3. 11. 7· ἄγρ. ἀνθέων, Εὐρ. Ἀπ. 754· πρβλ. [[ἄγρα]] ΙΙ. ΙΙ. [[μέσον]] θηρευτικόν, ἄγρ. θηρός, Αἰσχύλ. Χο 998· [[ἐντός]] ... μορσίμων ἀγρ., περὶ τοῦ δικτύου τοῦ ῥιφθέντος ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1048, πρβλ. Εὐμ. 460. | |lstext='''ἄγρευμα''': τό, ([[ἀγρεύω]]), τὸ συλληφθὲν ἐν θήρᾳ, [[θήραμα]], [[λεία]], λάφυρον, Εὐρ. Βάκχ. 1241: - μεταφ., Ξεν. Ἀπομ. 3. 11. 7· ἄγρ. ἀνθέων, Εὐρ. Ἀπ. 754· πρβλ. [[ἄγρα]] ΙΙ. ΙΙ. [[μέσον]] θηρευτικόν, ἄγρ. θηρός, Αἰσχύλ. Χο 998· [[ἐντός]] ... μορσίμων ἀγρ., περὶ τοῦ δικτύου τοῦ ῥιφθέντος ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1048, πρβλ. Εὐμ. 460. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:13, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, in plural, A = τὰ ἐπὶ τῆς ἀγροικίας κτήματα, Sol. ap. AB 340. II that which is taken in hunting, prey, E.Ba.1241: metaph., X.Mem.3.11.7; ἄγρευμα ἀνθέων E.Fr.754. 2 means of catching, ἄγρευμα θηρός = snare for a beast A.Ch.998; ἐντός. . μορσίμων ἀγρευμάτων = in the nets of fate, of the net thrown over Agamemnon, Id.Ag.1048, cf.Eu.460.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1trampa, red de caza, de la «red» usada en el asesinato de Agamenón ποικίλοις ἀγρεύμασι κρύψασ' A.Eu.460, ἄ. θηρός A.Ch.998, cf. A.1048
•red, trampa, cepo ταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματος participando con justicia de una misma trampa (es decir, del castigo divino sobre justos e injustos) A.Th.607, τύχης ἀγρεύμασιν = por trampa, por sorpresa de la fortuna op. γνώμης βουλεύμασιν Gorg.B 11.19.
2 caza, presa γαυρούμενος δὲ τοῖς ἐμοῖς ἀγρεύμασιν E.Ba.1241, fig. ἀνθέων ἄ. E.Fr.754, τὸ πλείστου ἄξιον ἄγρευμα, φίλους la caza más preciada, los amigos X.Mem.3.11.7, Ael.NA 7.12.
II plu. cotos, fincas ἀγρεύματα· τὰ ἐπὶ τῆς ἀγροικίας κτήματα Sol.Lg.130.
German (Pape)
[Seite 22] τό, 1) Jagdbeute, Fang, Eur. Bacch. 1239 u. Sp. D. In Prosa übertr. φίλοι, τὸ πλείστου ἄξιον ἄγρευμα Xen. Mem. 3, 11, 7. – 2) Fangnetz, μόρσιμα Aesch. Ag. 1018; θηρός Ch. 992 u. Spt. 589; ποικίλα Eum. 438.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 gibier, butin;
2 piège, filets.
Étymologie: ἀγρεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγρευμα: τό, (ἀγρεύω), τὸ συλληφθὲν ἐν θήρᾳ, θήραμα, λεία, λάφυρον, Εὐρ. Βάκχ. 1241: - μεταφ., Ξεν. Ἀπομ. 3. 11. 7· ἄγρ. ἀνθέων, Εὐρ. Ἀπ. 754· πρβλ. ἄγρα ΙΙ. ΙΙ. μέσον θηρευτικόν, ἄγρ. θηρός, Αἰσχύλ. Χο 998· ἐντός ... μορσίμων ἀγρ., περὶ τοῦ δικτύου τοῦ ῥιφθέντος ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1048, πρβλ. Εὐμ. 460.
Greek Monotonic
ἄγρευμα: -ατος, τό (ἀγρεύω),
I. αυτό που συλλαμβάνεται στο κυνήγι, θήραμα, κυνήγι, λεία, σε Ευρ.
II. τρόπος κυνηγιού, μέσο θήρευσης, σε Αισχύλ.· λέγεται για το δίχτυ που ρίχθηκε στον Αγαμέμνονα, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀγρεύω
I. that which is taken in hunting, booty, prey, spoil, Eur.
II. a means of catching, Aesch.; of the net thrown over Agamemnon, Aesch.
English (Woodhouse)
booty, prey, quarry, animals for hunting, for hunting, thing caught