ἐγκεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0707.png Seite 707]] (s. [[κεράννυμι]]), einmischen, in Etwas mischen; [[οἶνον]] Il. 8, 188; Plat. Euthyd. 299 b; κρατῆρας ἐγκεραννύω Eubul. bei Ath. II, 36 b u. A. Auch von einem Buchstaben, πλεῖστον εἰς τὸ [[ὄνομα]] ἐνεκέρασε Plat. Crat. 427 c. – Med., oft übertr., anzetteln, anstiften, πρήγματα μεγἀλα Her. 5, 124; παιδιάν Plat. Polit. 268 d; Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0707.png Seite 707]] (s. [[κεράννυμι]]), einmischen, in Etwas mischen; [[οἶνον]] Il. 8, 188; Plat. Euthyd. 299 b; κρατῆρας ἐγκεραννύω Eubul. bei Ath. II, 36 b u. A. Auch von einem Buchstaben, πλεῖστον εἰς τὸ [[ὄνομα]] ἐνεκέρασε Plat. Crat. 427 c. – Med., oft übertr., anzetteln, anstiften, πρήγματα μεγἀλα Her. 5, 124; παιδιάν Plat. Polit. 268 d; Sp., wie Plut.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἐνεκέρασα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἐνεκράθην, <i>pf.</i> ἐγκέκραμαι;<br />mêler dans : οἶνον IL mélanger du vin (dans des coupes) ; mêler l'un avec l'autre, confondre ensemble ; <i>Pass.</i> être mêlé <i>ou</i> mélangé;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐγκεράννυμαι se mêler à ; <i>abs.</i> mettre en mouvement : πρήγματα [[μεγάλα]] HDT machiner de grandes affaires.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κεράννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκεράννῡμι''': ἢ -ύω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἀναμιγνύω, ἰδίως ἐπὶ οἴνου, οἰνόν τ’ ἐγκεράσασα πιεῖν Ἰλ. Θ. 189· [[τρεῖς]] μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Εὔβουλ. ἐν «Σεμέλῃ» 1. 1 (πρβλ. [[ἐγκίρνημι]])· ἐγκ. τι εἴς τι Πλάτ. Κρατ. 427C: - Μέσ., ἀναμιγνύω δι’ ἐμαυτόν, καὶ μεταφ., [[παρασκευάζω]], πρήγματα μεγάλα Ἡρόδ. 5. 124· ἐγκεράσασαθαι παιδιάν, ἀναμῖξαι παιδιάν, Πλάτ. Πολιτικ. 268D.
|lstext='''ἐγκεράννῡμι''': ἢ -ύω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἀναμιγνύω, ἰδίως ἐπὶ οἴνου, οἰνόν τ’ ἐγκεράσασα πιεῖν Ἰλ. Θ. 189· [[τρεῖς]] μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Εὔβουλ. ἐν «Σεμέλῃ» 1. 1 (πρβλ. [[ἐγκίρνημι]])· ἐγκ. τι εἴς τι Πλάτ. Κρατ. 427C: - Μέσ., ἀναμιγνύω δι’ ἐμαυτόν, καὶ μεταφ., [[παρασκευάζω]], πρήγματα μεγάλα Ἡρόδ. 5. 124· ἐγκεράσασαθαι παιδιάν, ἀναμῖξαι παιδιάν, Πλάτ. Πολιτικ. 268D.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἐνεκέρασα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἐνεκράθην, <i>pf.</i> ἐγκέκραμαι;<br />mêler dans : οἶνον IL mélanger du vin (dans des coupes) ; mêler l'un avec l'autre, confondre ensemble ; <i>Pass.</i> être mêlé <i>ou</i> mélangé;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐγκεράννυμαι se mêler à ; <i>abs.</i> mettre en mouvement : πρήγματα [[μεγάλα]] HDT machiner de grandes affaires.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κεράννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκεράννῡμι Medium diacritics: ἐγκεράννυμι Low diacritics: εγκεράννυμι Capitals: ΕΓΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: enkeránnymi Transliteration B: enkerannymi Transliteration C: egkerannymi Beta Code: e)gkera/nnumi

English (LSJ)

or ἐγκεραννύω, A mix, esp. wine, οἶνόν τ' ἐγκεράσασα πιεῖν Il.8.189; τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Eub.94.1 (cf. ἐγκίρνημι) ; ἐ. τι εἰς ὄνομα Pl.Cra.427c:—Med., mix for oneself: metaph., concoct, πρήγματα μεγάλα Hdt.5.124; ἐγκεράσασθαι παιδιάν mix in a little amusement, Pl.Plt.268d, cf. Luc.Am.19. II Pass., to be multiplied together, of numbers, Theol.Ar.45.

Spanish (DGE)

mezclar ἥλιος ... πᾶσι ... τὸ παρ' αὐτοῦ φίλτρον ἐγκεράννυσιν Plu.2.780e.

German (Pape)

[Seite 707] (s. κεράννυμι), einmischen, in Etwas mischen; οἶνον Il. 8, 188; Plat. Euthyd. 299 b; κρατῆρας ἐγκεραννύω Eubul. bei Ath. II, 36 b u. A. Auch von einem Buchstaben, πλεῖστον εἰς τὸ ὄνομα ἐνεκέρασε Plat. Crat. 427 c. – Med., oft übertr., anzetteln, anstiften, πρήγματα μεγἀλα Her. 5, 124; παιδιάν Plat. Polit. 268 d; Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐνεκέρασα;
Pass. ao. ἐνεκράθην, pf. ἐγκέκραμαι;
mêler dans : οἶνον IL mélanger du vin (dans des coupes) ; mêler l'un avec l'autre, confondre ensemble ; Pass. être mêlé ou mélangé;
Moy. ἐγκεράννυμαι se mêler à ; abs. mettre en mouvement : πρήγματα μεγάλα HDT machiner de grandes affaires.
Étymologie: ἐν, κεράννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκεράννῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἀναμιγνύω, ἰδίως ἐπὶ οἴνου, οἰνόν τ’ ἐγκεράσασα πιεῖν Ἰλ. Θ. 189· τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Εὔβουλ. ἐν «Σεμέλῃ» 1. 1 (πρβλ. ἐγκίρνημι)· ἐγκ. τι εἴς τι Πλάτ. Κρατ. 427C: - Μέσ., ἀναμιγνύω δι’ ἐμαυτόν, καὶ μεταφ., παρασκευάζω, πρήγματα μεγάλα Ἡρόδ. 5. 124· ἐγκεράσασαθαι παιδιάν, ἀναμῖξαι παιδιάν, Πλάτ. Πολιτικ. 268D.

Greek Monolingual

ἐγκεράννυμι και ἐγκεραννύω (Α)
1. (για κρασί) ανακατώνω με νερό
2. ανακατώνω
3. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, σκαρώνω.

Greek Monotonic

ἐγκεράννῡμι: ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], αναμειγνύω, ιδίως λέγεται για κρασί, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι· μεταφ., εφευρίσκω, φτιάχνω, παρασκευάζω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκεράννῡμι: (fut. ἐγκεράσω с ᾰ) тж. med.
1) (в чем-л.) размешивать (οἶνον Hom.);
2) смешивать, примешивать, добавлять (τί τινι или τι εἴς τι, med. τι Plat.; στοιχεῖα ἐγκεκραμένα ἀλλήλοις Arst.; χρῶμα ἐγκεκραμένον Plut.);
3) med. устраивать, вызывать: ἐγκερασάμενος πρήγματα μεγάλα Her. подняв большую смуту.

Middle Liddell

or -ύω fut. -κεράσω
to mix in, mix, esp. wine, Il.:—Mid. to mix for oneself: metaph. to concoct, Hdt.