ἐπαναχώρησις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0901.png Seite 901]] ἡ, das Zurückweichen, Thuc. 3, 89.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0901.png Seite 901]] ἡ, das Zurückweichen, Thuc. 3, 89.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />reflux des vagues.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαναχωρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαναχώρησις''': -εως, ἡ, κύματος [[ἐπαναχώρησις]], ἐπιστροφὴ ἐκ τῆς θαλάσσης κατὰ τῆς ξηρᾶς, [[ἐπίκλυσις]], Θουκ. 3. 89· [[ὑποχώρησις]], Διοδ. Ἀποσπ. 510. 31.
|lstext='''ἐπαναχώρησις''': -εως, ἡ, κύματος [[ἐπαναχώρησις]], ἐπιστροφὴ ἐκ τῆς θαλάσσης κατὰ τῆς ξηρᾶς, [[ἐπίκλυσις]], Θουκ. 3. 89· [[ὑποχώρησις]], Διοδ. Ἀποσπ. 510. 31.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />reflux des vagues.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαναχωρέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:16, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναχώρησις Medium diacritics: ἐπαναχώρησις Low diacritics: επαναχώρησις Capitals: ΕΠΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ
Transliteration A: epanachṓrēsis Transliteration B: epanachōrēsis Transliteration C: epanachorisis Beta Code: e)panaxw/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, return, κύματος Th.3.89; retreat, D.S.25.6.

German (Pape)

[Seite 901] ἡ, das Zurückweichen, Thuc. 3, 89.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
reflux des vagues.
Étymologie: ἐπαναχωρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναχώρησις: -εως, ἡ, κύματος ἐπαναχώρησις, ἐπιστροφὴ ἐκ τῆς θαλάσσης κατὰ τῆς ξηρᾶς, ἐπίκλυσις, Θουκ. 3. 89· ὑποχώρησις, Διοδ. Ἀποσπ. 510. 31.

Greek Monolingual

ἐπαναχώρησις, η (Α) επαναχωρώ
1. επιστροφή («ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις», Θουκ.)
2. υποχώρηση («μετὰ δὲ τὴν ἐκ Σικελίας ἐπαναχώρησιν», Διόδ.).

Greek Monotonic

ἐπαναχώρησις: -εως, ἡ, επιστροφή, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναχώρησις: εως ἡ
1) возвращение, отступление (ἐκ Σικελίας Diod.);
2) отлив (κύματος Thuc.).

Middle Liddell

ἐπαναχώρησις, εως [from ἐπαναχωρέω
a return, Thuc.