ἠλασκάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1159.png Seite 1159]] = Folgdm, von Menschen, Il. 18, 281 H. h. Apoll. 142, Schol. πλανώμενος. – Od. 9, 457 ἐμὸν [[μένος]] ἠλασκάζει, er weicht meinem Zorne durch Entfliehen aus, meidet ihn, Schol. ἐκκλίνει; vgl. [[ἀλυσκάζω]] u. Nitzsch zur Stelle, der richtig Passow's Vermuthung, daß vielleicht ἠλυσκάζει zu schreiben sei, zurückweis't.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1159.png Seite 1159]] = Folgdm, von Menschen, Il. 18, 281 H. h. Apoll. 142, Schol. πλανώμενος. – Od. 9, 457 ἐμὸν [[μένος]] ἠλασκάζει, er weicht meinem Zorne durch Entfliehen aus, meidet ihn, Schol. ἐκκλίνει; vgl. [[ἀλυσκάζω]] u. Nitzsch zur Stelle, der richtig Passow's Vermuthung, daß vielleicht ἠλυσκάζει zu schreiben sei, zurückweis't.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> errer çà et là;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> fuir, éviter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἠλάσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠλασκάζω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἠλάσκω]], ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Ἰλ. Σ. 281· μετ’ αἰτ. τόπου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Ι. 457, μετ’ αἰτ., ἐμὸν [[μένος]] ἠλασκάζει, ἐκφεύγει, ἀποφεύγει τὴν ὁργὴν μου, ἐκτὸς ἂν πρέπῃ νὰ ἀναγνωσθῇ ἠλυσκάζει, Ἰων ἀντὶ ἀλυσκάζει, πρβλ. Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 439.
|lstext='''ἠλασκάζω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἠλάσκω]], ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Ἰλ. Σ. 281· μετ’ αἰτ. τόπου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Ι. 457, μετ’ αἰτ., ἐμὸν [[μένος]] ἠλασκάζει, ἐκφεύγει, ἀποφεύγει τὴν ὁργὴν μου, ἐκτὸς ἂν πρέπῃ νὰ ἀναγνωσθῇ ἠλυσκάζει, Ἰων ἀντὶ ἀλυσκάζει, πρβλ. Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 439.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> errer çà et là;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> fuir, éviter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἠλάσκω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 17:16, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλασκάζω Medium diacritics: ἠλασκάζω Low diacritics: ηλασκάζω Capitals: ΗΛΑΣΚΑΖΩ
Transliteration A: ēlaskázō Transliteration B: ēlaskazō Transliteration C: ilaskazo Beta Code: h)laska/zw

English (LSJ)

lengthd. form of A ἠλάσκω, ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Il.18.281: c. acc. loci, h.Ap.142 codd. II shun, flee from, c. acc., ἐμὸν μένος ἠλασκάζει Od.9.457 (v.l. ἠλυσκάζει).

German (Pape)

[Seite 1159] = Folgdm, von Menschen, Il. 18, 281 H. h. Apoll. 142, Schol. πλανώμενος. – Od. 9, 457 ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, er weicht meinem Zorne durch Entfliehen aus, meidet ihn, Schol. ἐκκλίνει; vgl. ἀλυσκάζω u. Nitzsch zur Stelle, der richtig Passow's Vermuthung, daß vielleicht ἠλυσκάζει zu schreiben sei, zurückweis't.

French (Bailly abrégé)

1 errer çà et là;
2 tr. fuir, éviter, acc..
Étymologie: ἠλάσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλασκάζω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἠλάσκω, ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Ἰλ. Σ. 281· μετ’ αἰτ. τόπου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Ι. 457, μετ’ αἰτ., ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, ἐκφεύγει, ἀποφεύγει τὴν ὁργὴν μου, ἐκτὸς ἂν πρέπῃ νὰ ἀναγνωσθῇ ἠλυσκάζει, Ἰων ἀντὶ ἀλυσκάζει, πρβλ. Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 439.

English (Autenrieth)

(ἠλάσκω): wander about; trans., ἐμὸν μένος, ‘try to escape’ by dodging, Od. 9.457.

Greek Monolingual

ἠλασκάζω και ἠλυσκάζω (Α)
1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι («ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων», Ομ. Ιλ.)
2. ξεφεύγω, αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ηλάσκω].

Greek Monotonic

ἠλασκάζω: εκτεταμένος τύπος του ἠλάσκω, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., φεύγω από..., αποφεύγω, τρέπομαι σε φυγή· ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, αποφεύγει την οργή μου, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἠλασκάζω:
1) блуждать, носиться (ὑπὸ πτόλιν Hom.);
2) странствуя посещать, обходить (νήσους τε καὶ ἀνέρας HH);
3) убегать, избегать (μένος τινός Hom.).

Middle Liddell

ἠλασκάζω,
I. lengthd. form of ἠλάσκω, Il.
II. c. acc. to flee from, shun, Od.