ἤγουν: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "c’e" to "c'e")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1152.png Seite 1152]] d. i. ἤ γε οὖν, oder wenigstens, oder eigentlich; Hippocr.; διὰ ξηρότητα [[ἤγουν]] χαυνότητα τῆς γῆς Xen. Oec. 19, 11; so bes. bei Schol. u. Gramm. in Worterklärungen, "das ist", "das heißt", "nämlich".
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1152.png Seite 1152]] d. i. ἤ γε οὖν, oder wenigstens, oder eigentlich; Hippocr.; διὰ ξηρότητα [[ἤγουν]] χαυνότητα τῆς γῆς Xen. Oec. 19, 11; so bes. bei Schol. u. Gramm. in Worterklärungen, "das ist", "das heißt", "nämlich".
}}
{{bailly
|btext=<i>conj.</i><br />ou, ou bien, ou peut-être, c'est-à-dire.<br />'''Étymologie:''' ἤ, [[γοῦν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἤγουν''': σύνδεσμ. (ἤ γε οὖν) = [[δηλαδή]], ἢ [[μᾶλλον]]..., χρησιμεύων [[ὅπως]] ὁρίσῃ λέξιν τινὰ ὀρθότερον, κακὰ πάντα, [[ἤγουν]] τήν τε ἀπεψίην καὶ..., Ἱππ. 404. 46· διὰ ξηρότητα, [[ἤγουν]] χαυνότητα, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11.
|lstext='''ἤγουν''': σύνδεσμ. (ἤ γε οὖν) = [[δηλαδή]], ἢ [[μᾶλλον]]..., χρησιμεύων [[ὅπως]] ὁρίσῃ λέξιν τινὰ ὀρθότερον, κακὰ πάντα, [[ἤγουν]] τήν τε ἀπεψίην καὶ..., Ἱππ. 404. 46· διὰ ξηρότητα, [[ἤγουν]] χαυνότητα, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>conj.</i><br />ou, ou bien, ou peut-être, c'est-à-dire.<br />'''Étymologie:''' ἤ, [[γοῦν]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤγουν Medium diacritics: ἤγουν Low diacritics: ήγουν Capitals: ΗΓΟΥΝ
Transliteration A: ḗgoun Transliteration B: ēgoun Transliteration C: igoun Beta Code: h)/goun

English (LSJ)

Conj., (ἤ γε οὖν) that is to say, or rather, to define a word more correctly, freq. in glosses, cf. Eust.50.15, Lyd.Mens.4.23, etc.: sometimes introduced into the text, κακὰ πάντα [ἤγουν τήν τε ἀπεψίην] καί . . Hp.Acut. (Sp.) 49 (ii 491 L.); διὰ ξηρότητα [ἤγουν χαυνότητα] τῆς γῆς X.Oec.19.11: in late Prose, or at any rate, PMasp.328 i 20 (vi A.D.), al.: generally, or, POxy.941.5 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1152] d. i. ἤ γε οὖν, oder wenigstens, oder eigentlich; Hippocr.; διὰ ξηρότητα ἤγουν χαυνότητα τῆς γῆς Xen. Oec. 19, 11; so bes. bei Schol. u. Gramm. in Worterklärungen, "das ist", "das heißt", "nämlich".

French (Bailly abrégé)

conj.
ou, ou bien, ou peut-être, c'est-à-dire.
Étymologie: ἤ, γοῦν.

Greek (Liddell-Scott)

ἤγουν: σύνδεσμ. (ἤ γε οὖν) = δηλαδή, ἢ μᾶλλον..., χρησιμεύων ὅπως ὁρίσῃ λέξιν τινὰ ὀρθότερον, κακὰ πάντα, ἤγουν τήν τε ἀπεψίην καὶ..., Ἱππ. 404. 46· διὰ ξηρότητα, ἤγουν χαυνότητα, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11.

Greek Monolingual

(AM ἤγουν, Μ και διαλ. τ. ἤγου, ἤγουμε, ἠγοῦν, ἤουν)
(σύνδ.) δηλαδή
αρχ.
1. (σύνδ.) ή μάλλον
2. επίρρ. πάπ. ή εν πάση περιπτώσει
3. πάπ. (σύνδ.) ή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡ γε ουν].

Greek Monotonic

ἤγουν: σύνδεσμος (ἤ γε οὖν), δηλαδή, ή μάλλον, τύπος που χρησιμεύει για να ορίσει με περισσότερη ακρίβεια, ορθότητα μια λέξη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἤγουν: [ἤ + γε + οὖν или же, или пожалуй, собственно говоря, вернее: ξηρότης, ἤ. χαυνότης τῆς γῆς Xen. сухость, вернее, рыхлость почвы.

Middle Liddell

[ἤ γε οὖν]
that is to say, or rather, to define a word more correctly, Xen.