ἱδρόω: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=i(dro/w | |Beta Code=i(dro/w | ||
|Definition=[ῐ by nature, cf. ἀφῐδρωσον <span class="title">Com.Adesp.</span>3 D.], v. sub fin.: fut. -ώσω <span class="bibl">Il.2.388</span>: aor. ἵδρωσα <span class="bibl">4.27</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.1.38</span>: pf. ἵδρωκα Luc.<span class="title">Merc. Cond.</span>26:—Pass., pf. ἵδρωται <span class="bibl">Id.<span class="title">Herm.</span>2</span>: (ἶδος):—[[sweat]], [[perspire]], esp. from toil, τὸν δ' ἱδρώοντα <span class="bibl">Il.18.372</span>; ἵππους λῦσαν . . ἱδρώοντας <span class="bibl">Od.4.39</span>; of a hunted deer, ἤϊξε . . σπεύδουσ' ἱδρώουσα <span class="bibl">Il.11.119</span>; <b class="b3">ἱδρώσει . . τελαμὼν ἀμφὶ στήθεσφιν</b> it [[shall reek with sweat]], <span class="bibl">2.388</span>: c. acc. cogn., ἱδρῶ θ' ὃν ἵδρωσα μόγῳ <span class="bibl">4.27</span>; <b class="b3">διὰ τί τὸ πρόσωπον μάλιστα ἱδροῦσιν</b>; <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>867b34</span>, cf. <span class="bibl">866b28</span>.—The contr. forms (really from <b class="b3">ἱδρώ-ω</b>) have ω<b class="b3">, ῳ</b> for ου, οι (cf. [[ῥιγόω]]), fem. part. ἱδρῶσαι <span class="bibl">Il.11.598</span>; 3pl. ἱδρῶσι <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sud.</span>36</span>; opt. ἱδρῴη Hp.Aër.8: codd. of X. vary between [[ἱδροῦντι]] and [[ἱδρῶντι]], <span class="bibl"><span class="title">HG</span>4.5.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cyr.</span>1.4.28</span>, but ἱδροῦντι <span class="bibl"><span class="title">An.</span>1.8.1</span>, ἱδροῦσι Arist. Il.cc.; <b class="b3">ὡς ἂν ἱδρῶντες</b>, corrupted to <b class="b3">ὡσανεὶ δρῶντες</b>, <span class="bibl">Ph.1.490</span>: pres. [[ἱδρώω]] in <span class="bibl">Luc.<span class="title">Syr.D.</span>10</span>,<span class="bibl">17</span>; Ep.part. <b class="b3">ἱδρώουσα, -οντα</b> (v. supr.), -οντας <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>1283</span> (hex.). | |Definition=[ῐ by nature, cf. ἀφῐδρωσον <span class="title">Com.Adesp.</span>3 D.], v. sub fin.: fut. -ώσω <span class="bibl">Il.2.388</span>: aor. ἵδρωσα <span class="bibl">4.27</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.1.38</span>: pf. ἵδρωκα Luc.<span class="title">Merc. Cond.</span>26:—Pass., pf. ἵδρωται <span class="bibl">Id.<span class="title">Herm.</span>2</span>: (ἶδος):—[[sweat]], [[perspire]], esp. from toil, τὸν δ' ἱδρώοντα <span class="bibl">Il.18.372</span>; ἵππους λῦσαν . . ἱδρώοντας <span class="bibl">Od.4.39</span>; of a hunted deer, ἤϊξε . . σπεύδουσ' ἱδρώουσα <span class="bibl">Il.11.119</span>; <b class="b3">ἱδρώσει . . τελαμὼν ἀμφὶ στήθεσφιν</b> it [[shall reek with sweat]], <span class="bibl">2.388</span>: c. acc. cogn., ἱδρῶ θ' ὃν ἵδρωσα μόγῳ <span class="bibl">4.27</span>; <b class="b3">διὰ τί τὸ πρόσωπον μάλιστα ἱδροῦσιν</b>; <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>867b34</span>, cf. <span class="bibl">866b28</span>.—The contr. forms (really from <b class="b3">ἱδρώ-ω</b>) have ω<b class="b3">, ῳ</b> for ου, οι (cf. [[ῥιγόω]]), fem. part. ἱδρῶσαι <span class="bibl">Il.11.598</span>; 3pl. ἱδρῶσι <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sud.</span>36</span>; opt. ἱδρῴη Hp.Aër.8: codd. of X. vary between [[ἱδροῦντι]] and [[ἱδρῶντι]], <span class="bibl"><span class="title">HG</span>4.5.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cyr.</span>1.4.28</span>, but ἱδροῦντι <span class="bibl"><span class="title">An.</span>1.8.1</span>, ἱδροῦσι Arist. Il.cc.; <b class="b3">ὡς ἂν ἱδρῶντες</b>, corrupted to <b class="b3">ὡσανεὶ δρῶντες</b>, <span class="bibl">Ph.1.490</span>: pres. [[ἱδρώω]] in <span class="bibl">Luc.<span class="title">Syr.D.</span>10</span>,<span class="bibl">17</span>; Ep.part. <b class="b3">ἱδρώουσα, -οντα</b> (v. supr.), -οντας <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>1283</span> (hex.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἵδρωσα, <i>pf.</i> ἵδρωκα;<br /><b>1</b> suer, transpirer ; acc. : [[ἱδρῶ]] ἱδρ. IL être couvert de sueur;<br /><b>2</b> <i>en parl. de vêtements</i> être mouillé de sueur.<br />'''Étymologie:''' [[ἱδρώς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱδρόω''': ῑ, ἴδε ἐν τέλει: μέλλ. -ώσω, Ἰλ. B. 388. ἀόρ. ἵδρωσα, Ἰλ., Ξεν.: πρκμ., ἵδρωκα, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 26: - Παθ., πρκμ. ἵδρωται, ὁ αὐτ. ἐν Ἑρμοτ. 2: ([[ἶδος]]) Ἱδρώνω, Ὅμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.) [[ἕνεκα]] κόπου, τὸν δ’ ἱδρώοντα Ἰλ. Σ. 372· ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας Θ. 543, Ὀδ. 39, πρβλ. Ἰλ. Β. 390, Λ. 598· ἐπὶ ἐλάφου διωκομένης, ἤϊζε... σπεύδουσ’ ἱδρώοσα Λ. 119· ἱδρώσει [[τελαμών]] ἀμφὶ στήθεσι, «ὑγρανθήσεται ὑπὸ τοῦ ἱδρῶτος τοῦ πολεμοῦντος» (Σχόλ.), B. 388· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἱδρῶθ’ ὃν ἵδρωσα μόγῳ Δ. 27: - μεταγεν., ἱδρ. διὰ τί τὸ [[πρόσωπον]]... ἱδροῦσιν; Ἀριστ. Προβλ. 2. 17, πρβλ. 2. 2., 2. 31, 32. - Τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο, ὡς τὸ ἀντίθετον αὐτῷ, [[ῥιγόω]], συναιρεῖται ἀνωμάλως εἰς ω καὶ ῳ ἀντὶ ου καὶ οι, θηλ. μετοχ. ἱδρῶσαι, Νηλήϊαι ἵπποι ἱδρῶσαι Ἰλ. Λ. 598 (ἐκτεταμ. ἱδρώουσα [[αὐτόθι]] 119)· ἀρσ. ἐκτεταμ. ἱδρώοντα, -οντας· γ΄πληθ. ἱδρῶσι Θεοφρ. Ἀποσπ. 9. 36· ἐκτ. ἱδρῴη Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀλλὰ παρὰ Ξεν. αἱ ἄρισται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἱδροῦντι οὐχὶ ἱδρῶντι, Ἑλλ. 4. 5, 7, Ἀν. 1. 8, 1, Κύρ. 1. 4, 28· καὶ ἱδροῦσι, παρ’ Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - εὕρηται καὶ ἐνεστ. ἱδρώω ἐν Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 10. 17. | |lstext='''ἱδρόω''': ῑ, ἴδε ἐν τέλει: μέλλ. -ώσω, Ἰλ. B. 388. ἀόρ. ἵδρωσα, Ἰλ., Ξεν.: πρκμ., ἵδρωκα, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 26: - Παθ., πρκμ. ἵδρωται, ὁ αὐτ. ἐν Ἑρμοτ. 2: ([[ἶδος]]) Ἱδρώνω, Ὅμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.) [[ἕνεκα]] κόπου, τὸν δ’ ἱδρώοντα Ἰλ. Σ. 372· ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας Θ. 543, Ὀδ. 39, πρβλ. Ἰλ. Β. 390, Λ. 598· ἐπὶ ἐλάφου διωκομένης, ἤϊζε... σπεύδουσ’ ἱδρώοσα Λ. 119· ἱδρώσει [[τελαμών]] ἀμφὶ στήθεσι, «ὑγρανθήσεται ὑπὸ τοῦ ἱδρῶτος τοῦ πολεμοῦντος» (Σχόλ.), B. 388· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἱδρῶθ’ ὃν ἵδρωσα μόγῳ Δ. 27: - μεταγεν., ἱδρ. διὰ τί τὸ [[πρόσωπον]]... ἱδροῦσιν; Ἀριστ. Προβλ. 2. 17, πρβλ. 2. 2., 2. 31, 32. - Τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο, ὡς τὸ ἀντίθετον αὐτῷ, [[ῥιγόω]], συναιρεῖται ἀνωμάλως εἰς ω καὶ ῳ ἀντὶ ου καὶ οι, θηλ. μετοχ. ἱδρῶσαι, Νηλήϊαι ἵπποι ἱδρῶσαι Ἰλ. Λ. 598 (ἐκτεταμ. ἱδρώουσα [[αὐτόθι]] 119)· ἀρσ. ἐκτεταμ. ἱδρώοντα, -οντας· γ΄πληθ. ἱδρῶσι Θεοφρ. Ἀποσπ. 9. 36· ἐκτ. ἱδρῴη Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀλλὰ παρὰ Ξεν. αἱ ἄρισται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἱδροῦντι οὐχὶ ἱδρῶντι, Ἑλλ. 4. 5, 7, Ἀν. 1. 8, 1, Κύρ. 1. 4, 28· καὶ ἱδροῦσι, παρ’ Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - εὕρηται καὶ ἐνεστ. ἱδρώω ἐν Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 10. 17. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 17:30, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῐ by nature, cf. ἀφῐδρωσον Com.Adesp.3 D.], v. sub fin.: fut. -ώσω Il.2.388: aor. ἵδρωσα 4.27, X.Cyr.8.1.38: pf. ἵδρωκα Luc.Merc. Cond.26:—Pass., pf. ἵδρωται Id.Herm.2: (ἶδος):—sweat, perspire, esp. from toil, τὸν δ' ἱδρώοντα Il.18.372; ἵππους λῦσαν . . ἱδρώοντας Od.4.39; of a hunted deer, ἤϊξε . . σπεύδουσ' ἱδρώουσα Il.11.119; ἱδρώσει . . τελαμὼν ἀμφὶ στήθεσφιν it shall reek with sweat, 2.388: c. acc. cogn., ἱδρῶ θ' ὃν ἵδρωσα μόγῳ 4.27; διὰ τί τὸ πρόσωπον μάλιστα ἱδροῦσιν; Arist.Pr.867b34, cf. 866b28.—The contr. forms (really from ἱδρώ-ω) have ω, ῳ for ου, οι (cf. ῥιγόω), fem. part. ἱδρῶσαι Il.11.598; 3pl. ἱδρῶσι Thphr.Sud.36; opt. ἱδρῴη Hp.Aër.8: codd. of X. vary between ἱδροῦντι and ἱδρῶντι, HG4.5.7, Cyr.1.4.28, but ἱδροῦντι An.1.8.1, ἱδροῦσι Arist. Il.cc.; ὡς ἂν ἱδρῶντες, corrupted to ὡσανεὶ δρῶντες, Ph.1.490: pres. ἱδρώω in Luc.Syr.D.10,17; Ep.part. ἱδρώουσα, -οντα (v. supr.), -οντας Ar.Pax1283 (hex.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἵδρωσα, pf. ἵδρωκα;
1 suer, transpirer ; acc. : ἱδρῶ ἱδρ. IL être couvert de sueur;
2 en parl. de vêtements être mouillé de sueur.
Étymologie: ἱδρώς.
Greek (Liddell-Scott)
ἱδρόω: ῑ, ἴδε ἐν τέλει: μέλλ. -ώσω, Ἰλ. B. 388. ἀόρ. ἵδρωσα, Ἰλ., Ξεν.: πρκμ., ἵδρωκα, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 26: - Παθ., πρκμ. ἵδρωται, ὁ αὐτ. ἐν Ἑρμοτ. 2: (ἶδος) Ἱδρώνω, Ὅμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.) ἕνεκα κόπου, τὸν δ’ ἱδρώοντα Ἰλ. Σ. 372· ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας Θ. 543, Ὀδ. 39, πρβλ. Ἰλ. Β. 390, Λ. 598· ἐπὶ ἐλάφου διωκομένης, ἤϊζε... σπεύδουσ’ ἱδρώοσα Λ. 119· ἱδρώσει τελαμών ἀμφὶ στήθεσι, «ὑγρανθήσεται ὑπὸ τοῦ ἱδρῶτος τοῦ πολεμοῦντος» (Σχόλ.), B. 388· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἱδρῶθ’ ὃν ἵδρωσα μόγῳ Δ. 27: - μεταγεν., ἱδρ. διὰ τί τὸ πρόσωπον... ἱδροῦσιν; Ἀριστ. Προβλ. 2. 17, πρβλ. 2. 2., 2. 31, 32. - Τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὡς τὸ ἀντίθετον αὐτῷ, ῥιγόω, συναιρεῖται ἀνωμάλως εἰς ω καὶ ῳ ἀντὶ ου καὶ οι, θηλ. μετοχ. ἱδρῶσαι, Νηλήϊαι ἵπποι ἱδρῶσαι Ἰλ. Λ. 598 (ἐκτεταμ. ἱδρώουσα αὐτόθι 119)· ἀρσ. ἐκτεταμ. ἱδρώοντα, -οντας· γ΄πληθ. ἱδρῶσι Θεοφρ. Ἀποσπ. 9. 36· ἐκτ. ἱδρῴη Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀλλὰ παρὰ Ξεν. αἱ ἄρισται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἱδροῦντι οὐχὶ ἱδρῶντι, Ἑλλ. 4. 5, 7, Ἀν. 1. 8, 1, Κύρ. 1. 4, 28· καὶ ἱδροῦσι, παρ’ Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - εὕρηται καὶ ἐνεστ. ἱδρώω ἐν Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 10. 17.
English (Autenrieth)
(ἱδρώς), part. ἱδρώοντα, etc., fem. pl. ἱδρῶσαι, fut. ἱδρώσει, aor. ἵδρωσα: sweat.
Greek Monotonic
ἱδρόω: [ῐ], Επικ. μτχ. ἱδρώων, μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἵδρωσα, παρακ. ἵδρωκα (ἶδος)· ιδρώνω, εφιδρώνω, σε Όμηρ. (ιδίως σε Ομήρ. Ιλ.)· ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας, σε Ομήρ. Οδ.· ἱδρώσει τελαμών, θα βραχεί από τον ιδρώτα του πολεμιστή, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αντ., ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα, στο ίδ.· αυτό το ρήμα, όπως το αντώνυμο ῥιγόω, συναιρείται ανώμαλα σε ωκαι ῳ αντί ου και οι· θηλ. μτχ. ἱδρῶσα, -αι, σε Ομήρ. Ιλ., εκτετ. τύπος ἱδρώουσα, αιτ. αρσ. ἱδρώοντα, -οντας· αλλά σε Ξεν. ἱδροῦντι, όχι ἱδρῶντι.
Russian (Dvoretsky)
ἱδρόω: (ῑ) (Hom. тж. ἱδρῶ ἱ.) покрываться потом, потеть: ἵπποι ἱδρῶσαι Hom. покрытые потом кобылицы; πρὶν ἱδρῶσαι Xen. до появления пота, т. е. прежде, чем станет ощущаться усталость; ἱδρόω τὸ πρόσωπον Arst. у меня потеет лицо; ἱδρῶσαι αἱματώδει περιττώματι Arst. покрываться кровавым потом.
Middle Liddell
ἶδος [This Verb, like its oppos. ῥιγόω, is contracted epic into ω and ωι instead of ου and οι, part. fem. ἱδρῶσα Il., lengthd. ἱδρώουσα, masc. acc. ἱδρώοντα, -οντας; but in Xen. we find ἱδροῦντι, not ἱδρῶντι.]
to sweat, perspire, Hom. (esp. in Il.); ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας Od.; ἱδρώσει τελαμών it shall reek with sweat, Il.; c. acc. cogn., ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα Il.