ὑπνόω: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1207.png Seite 1207]] einschläfern, u. intr., einschlafen; Eur. Cycl. 453; νήγρετον ὑπνώσας Add. 5 (VII, 305); Callim. 15 (V, 23); Luc. V. H. 1, 29. – Der inf. ὑπνῶν Ar. Lys. 143. – Bei Her. 1, 11. 3, 69 im pass. in ders. Bdtg.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1207.png Seite 1207]] einschläfern, u. intr., einschlafen; Eur. Cycl. 453; νήγρετον ὑπνώσας Add. 5 (VII, 305); Callim. 15 (V, 23); Luc. V. H. 1, 29. – Der inf. ὑπνῶν Ar. Lys. 143. – Bei Her. 1, 11. 3, 69 im pass. in ders. Bdtg.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὑπνώσω, <i>ao.</i> ὕπνωσα, <i>pf.</i> ὕπνωκα;<br /><i>Pass. seul. prés. et pf.</i> ὕπνωμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> endormir ; <i>Pass.</i> s'endormir;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'endormir, dormir.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπνόω''': μέλλ. -ώσω, Νικ. Θηρ. 127, Γεωπον.: ἀόρ. ὕπνωσα (ἴδε ὑπνώσω) Πολύβ. 3. 81, 5, Πλούτ., κλπ.: πρκμ. ὕπνωκα Πλούτ. 2. 236Β, (καθ-) Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 9, 3. - Μέσ. μέλλ. ὑπνώσομαι Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., πρκμ. μετοχ. ὑπνωμένος Ἡρόδ. 1. 11., 3. 69. Ἀποκοιμίζω, «ταύτης (δηλ. τῆς μήκωνος) τὰ κεφάλαια [[πέντε]] ἢ ἓξ μετ’ οἴνου ἑψήσας, πότιζε οὓς ἂν βούλει ὑπνῶσαι» Διοσκ. 4. 64· [[πίπτω]] εἰς [[ὕπνον]], ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ μέσ., Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡς τὸ παθ., Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1066, 1213Α, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρ. 1. 3, Fr. 12· Λακων. ἀπαρ. ὑπνῶν, ἀντὶ -οῦν, Ἀριστ. Λυσ. 143· πρβλ. [[ὑπνώω]]. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 533.
|lstext='''ὑπνόω''': μέλλ. -ώσω, Νικ. Θηρ. 127, Γεωπον.: ἀόρ. ὕπνωσα (ἴδε ὑπνώσω) Πολύβ. 3. 81, 5, Πλούτ., κλπ.: πρκμ. ὕπνωκα Πλούτ. 2. 236Β, (καθ-) Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 9, 3. - Μέσ. μέλλ. ὑπνώσομαι Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., πρκμ. μετοχ. ὑπνωμένος Ἡρόδ. 1. 11., 3. 69. Ἀποκοιμίζω, «ταύτης (δηλ. τῆς μήκωνος) τὰ κεφάλαια [[πέντε]] ἢ ἓξ μετ’ οἴνου ἑψήσας, πότιζε οὓς ἂν βούλει ὑπνῶσαι» Διοσκ. 4. 64· [[πίπτω]] εἰς [[ὕπνον]], ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ μέσ., Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡς τὸ παθ., Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1066, 1213Α, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρ. 1. 3, Fr. 12· Λακων. ἀπαρ. ὑπνῶν, ἀντὶ -οῦν, Ἀριστ. Λυσ. 143· πρβλ. [[ὑπνώω]]. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 533.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὑπνώσω, <i>ao.</i> ὕπνωσα, <i>pf.</i> ὕπνωκα;<br /><i>Pass. seul. prés. et pf.</i> ὕπνωμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> endormir ; <i>Pass.</i> s'endormir;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'endormir, dormir.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 18:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπνόω Medium diacritics: ὑπνόω Low diacritics: υπνόω Capitals: ΥΠΝΟΩ
Transliteration A: hypnóō Transliteration B: hypnoō Transliteration C: ypnoo Beta Code: u(pno/w

English (LSJ)

fut. A -ώσω Gp.18.14.3: aor. ὕπνωσα Hp.Epid.3.1.γ, Plb.3.81.5, LXXSi.46.20, J.AJ1.12.1, Plu.Alex.76, etc.: pf. ὕπνωκα Id.2.236b, (καθ-) J.AJ5.9.3:—Med., fut. ὑπνώσομαι ibid.:—Pass., pf. part. ὑπνωμένος Hdt.1.11, 3.69: aor. ὑπνώθην Plu.2.313a:—put to sleep, only in Dsc.4.63:—Pass., fall asleep, sleep, Hdt. ll.cc.:—so in Med., J.l.c. II intr., like Pass., Hp.Epid.3.1.γ, 7.11 (ὑπνώσσουσα Littré, with cod. C), Arist.Somn.Vig.454a2, Fr.10, J.AJ1.12.1; Lacon. inf. ὑπνῶν, for -οῦν, Ar.Lys.143. III die, LXX l.c. (Cf. ὑπνώω.)

German (Pape)

[Seite 1207] einschläfern, u. intr., einschlafen; Eur. Cycl. 453; νήγρετον ὑπνώσας Add. 5 (VII, 305); Callim. 15 (V, 23); Luc. V. H. 1, 29. – Der inf. ὑπνῶν Ar. Lys. 143. – Bei Her. 1, 11. 3, 69 im pass. in ders. Bdtg.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ὑπνώσω, ao. ὕπνωσα, pf. ὕπνωκα;
Pass. seul. prés. et pf. ὕπνωμαι;
1 tr. endormir ; Pass. s'endormir;
2 intr. s'endormir, dormir.
Étymologie: ὕπνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνόω: μέλλ. -ώσω, Νικ. Θηρ. 127, Γεωπον.: ἀόρ. ὕπνωσα (ἴδε ὑπνώσω) Πολύβ. 3. 81, 5, Πλούτ., κλπ.: πρκμ. ὕπνωκα Πλούτ. 2. 236Β, (καθ-) Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 9, 3. - Μέσ. μέλλ. ὑπνώσομαι Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., πρκμ. μετοχ. ὑπνωμένος Ἡρόδ. 1. 11., 3. 69. Ἀποκοιμίζω, «ταύτης (δηλ. τῆς μήκωνος) τὰ κεφάλαια πέντε ἢ ἓξ μετ’ οἴνου ἑψήσας, πότιζε οὓς ἂν βούλει ὑπνῶσαι» Διοσκ. 4. 64· πίπτω εἰς ὕπνον, ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ μέσ., Ἰώσηπ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡς τὸ παθ., Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1066, 1213Α, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρ. 1. 3, Fr. 12· Λακων. ἀπαρ. ὑπνῶν, ἀντὶ -οῦν, Ἀριστ. Λυσ. 143· πρβλ. ὑπνώω. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 533.

English (Autenrieth)

only part., ὑπνώοντας, sleeping, slumbering.

English (Slater)

ὑπνόω] πυρὶδ ὑπνόωντε σώματα” (codd. valde corrupti: ὤπτων Snell: ὕπνωον Turyn, “igni affecta languebant” interpretans) fr. 168. 3.

Greek Monotonic

ὑπνόω: (ὕπνος), μέλ. -ώσω — Παθ., μτχ. παρακ. ὑπνωμένος· αποκοιμίζω — Παθ., αποκοιμιέμαι, κοιμάμαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπνόω:
1) усыплять, pass. засыпать Her., Plut.;
2) засыпать, спать Eur. etc.

Middle Liddell

ὕπνος
to put to sleep:— Pass. to fall asleep, sleep, Hdt.