ζυγόδεσμον: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />courroie qui attache le joug au timon.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]], [[δεσμός]].
|btext=ου (τό) :<br />courroie qui attache le joug au timon.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]], [[δεσμός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζῠγόδεσμον''': τό, ([[ζυγόν]], ὃ ἴδε) δεσμὸς τοῦ ζυγοῦ, δηλ. ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ζυγὸς προσεδένετο εἰς τὸν ῥυμόν, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Ἰλ. Ω. 270· περὶ τοῦ Γορδίου δεσμοῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 18, κλ. (καλούμενον ζυγόδεσμος, ὁ, παρὰ Θεμιστ. 30Β· τοῦ ζυγοῦ ὁ δεσμὸς παρ’ Ἀρρ. Ἀν. 2. 3, 11)· συχν. ἐν τῷ πληθ., ζυγόδεσμα Πρόκλ. Ὕ. 31, Ἀνθ. Π. 9. 155, 741, κτλ.
|elnltext=ζυγόδεσμον -ου, τό [ζυγόν, δεσμός] jukriem.
}}
{{elru
|elrutext='''ζῠγόδεσμον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[яремный ремень]] (для привязывания ярма к дышлу) Hom., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[узы]] (δίκης Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ζῠγόδεσμον:''' τό, [[δεσμός]] του ζυγού, δηλ. [[ιμάντας]] που χρησιμοποιείται για το [[δέσιμο]] του ζυγού στον πάσσαλο που λειτουργούσε ως [[τιμόνι]] της άμαξας που έφερε το [[άροτρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.
|lsmtext='''ζῠγόδεσμον:''' τό, [[δεσμός]] του ζυγού, δηλ. [[ιμάντας]] που χρησιμοποιείται για το [[δέσιμο]] του ζυγού στον πάσσαλο που λειτουργούσε ως [[τιμόνι]] της άμαξας που έφερε το [[άροτρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζῠγόδεσμον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[яремный ремень]] (для привязывания ярма к дышлу) Hom., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[узы]] (δίκης Anth.).
|lstext='''ζῠγόδεσμον''': τό, ([[ζυγόν]], ὃ ἴδε) δεσμὸς τοῦ ζυγοῦ, δηλ. ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ζυγὸς προσεδένετο εἰς τὸν ῥυμόν, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Ἰλ. Ω. 270· περὶ τοῦ Γορδίου δεσμοῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 18, κλ. (καλούμενον ζυγόδεσμος, ὁ, παρὰ Θεμιστ. 30Β· τοῦ ζυγοῦ ὁ δεσμὸς παρ’ Ἀρρ. Ἀν. 2. 3, 11)· συχν. ἐν τῷ πληθ., ζυγόδεσμα Πρόκλ. Ὕ. 31, Ἀνθ. Π. 9. 155, 741, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=ζυγόδεσμον -ου, τό [ζυγόν, δεσμός] jukriem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζῠγό-δεσμον, ου, τό,<br />a [[yoke]]-[[band]], i. e. a [[band]] for [[fastening]] the [[yoke]] to the [[pole]], Il., Plut.
|mdlsjtxt=ζῠγό-δεσμον, ου, τό,<br />a [[yoke]]-[[band]], i. e. a [[band]] for [[fastening]] the [[yoke]] to the [[pole]], Il., Plut.
}}
}}

Revision as of 20:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγόδεσμον Medium diacritics: ζυγόδεσμον Low diacritics: ζυγόδεσμον Capitals: ΖΥΓΟΔΕΣΜΟΝ
Transliteration A: zygódesmon Transliteration B: zygodesmon Transliteration C: zygodesmon Beta Code: zugo/desmon

English (LSJ)

τό, (ζυγόν 1) yoke-band, i.e. a band for fastening the yoke to the pole, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Il.24.270, cf. PFay.121.5 (i/ii A.D.); of the Gordian knot, Plu.Alex.18, etc.: pl., ζυγόδεσμα Procl.H.1.31, AP 9.155 (Agath.), 741, etc.:—also ζῠγό-δεσμος, ὁ, Artem.2.24, Them.Or. 2.30b.

German (Pape)

[Seite 1140] τό, = Folgdm, nur im plur., δίκης Agath. 62 (IX, 155); Ep. ad. 229 (IX, 741); Artemid. 2, 24.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
courroie qui attache le joug au timon.
Étymologie: ζυγόν, δεσμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζυγόδεσμον -ου, τό [ζυγόν, δεσμός] jukriem.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγόδεσμον: τό
1) яремный ремень (для привязывания ярма к дышлу) Hom., Plut.;
2) pl. узы (δίκης Anth.).

English (Autenrieth)

yoke-band, a cord or strap for fastening the yoke to the pole, Il. 24.270. (See cut under ζυγόν, b; and cut No. 42.)

Greek Monotonic

ζῠγόδεσμον: τό, δεσμός του ζυγού, δηλ. ιμάντας που χρησιμοποιείται για το δέσιμο του ζυγού στον πάσσαλο που λειτουργούσε ως τιμόνι της άμαξας που έφερε το άροτρο, σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγόδεσμον: τό, (ζυγόν, ὃ ἴδε) δεσμὸς τοῦ ζυγοῦ, δηλ. ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ζυγὸς προσεδένετο εἰς τὸν ῥυμόν, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Ἰλ. Ω. 270· περὶ τοῦ Γορδίου δεσμοῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 18, κλ. (καλούμενον ζυγόδεσμος, ὁ, παρὰ Θεμιστ. 30Β· τοῦ ζυγοῦ ὁ δεσμὸς παρ’ Ἀρρ. Ἀν. 2. 3, 11)· συχν. ἐν τῷ πληθ., ζυγόδεσμα Πρόκλ. Ὕ. 31, Ἀνθ. Π. 9. 155, 741, κτλ.

Middle Liddell

ζῠγό-δεσμον, ου, τό,
a yoke-band, i. e. a band for fastening the yoke to the pole, Il., Plut.