καλοδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui enseigne le bien, professeur de vertu.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[διδάσκαλος]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui enseigne le bien, professeur de vertu.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[διδάσκαλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰλοδιδάσκαλος''': ὁ, [[διδάσκαλος]] ἀρετῆς, Ἐπιστ. π. Τίτον β΄, 3.
|elnltext=καλοδιδάσκαλος -ον [καλός, διδάσκαλος] het goede onderwijzend.
}}
{{elru
|elrutext='''καλοδιδάσκαλος:''' ὁ [[хороший наставник]], [[учащий добру]] NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κᾰλοδιδάσκαλος:''' ὁ, [[δάσκαλος]] της αρετής, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κᾰλοδιδάσκαλος:''' ὁ, [[δάσκαλος]] της αρετής, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καλοδιδάσκαλος:''' ὁ [[хороший наставник]], [[учащий добру]] NT.
|lstext='''κᾰλοδιδάσκαλος''': , [[διδάσκαλος]] ἀρετῆς, Ἐπιστ. π. Τίτον β΄, 3.
}}
{{elnl
|elnltext=καλοδιδάσκαλος -ον [καλός, διδάσκαλος] het goede onderwijzend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: καλοδιδάσκαλος Low diacritics: καλοδιδάσκαλος Capitals: ΚΑΛΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: kalodidáskalos Transliteration B: kalodidaskalos Transliteration C: kalodidaskalos Beta Code: kalodida/skalos

English (LSJ)

ὁ, teacher of virtue, Ep.Tit.2.3.

German (Pape)

[Seite 1312] ὁ, ein guter Lehrer, N. T.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui enseigne le bien, professeur de vertu.
Étymologie: καλός, διδάσκαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλοδιδάσκαλος -ον [καλός, διδάσκαλος] het goede onderwijzend.

Russian (Dvoretsky)

καλοδιδάσκαλος:хороший наставник, учащий добру NT.

English (Strong)

from καλός and διδάσκαλος; a teacher of the right: teacher of good things.

English (Thayer)

καλοδιδασκαλου, ὁ, ἡ (διδάσκαλος and καλόν, cf. ἱεροδιδασκαλος, νομοδιδάσκαλος, χοροδιδάσκαλος), teaching that which is good, a teacher of goodness: Titus 2:3. Nowhere else.

Greek Monolingual

καλοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
αυτός που διδάσκει την αρετή.

Greek Monotonic

κᾰλοδιδάσκαλος: ὁ, δάσκαλος της αρετής, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλοδιδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος ἀρετῆς, Ἐπιστ. π. Τίτον β΄, 3.

Middle Liddell

κᾰλο-διδάσκαλος, ὁ,
a teacher of virtue, NTest.

Chinese

原文音譯:kalodid£skaloj 卡羅-笛打士卡羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:完全的-教(者)
字義溯源:善的教師,教師,教人行善;由(καλός)*=美好的)與(διδάσκαλος)=教師)組成; (διδάσκαλος)出自(διδάσκω)=教); (διδάσκω)出自(δαπάνη)Y*=學)
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 教人行善(1) 多2:3