κριτός: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> trié, choisi;<br /><b>2</b> choisi, supérieur.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κρίνω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> trié, choisi;<br /><b>2</b> choisi, supérieur.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κρίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κριτός -ή -όν [κρίνω] geselecteerd, uitgelezen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρῐτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[выбранный]], [[избранный]] (αἰσυμνῆται Hom.; [[κτῆμα]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[отборный]], [[лучший]] (λαὸς Ἀχαιῶν Hom.; [[γένος]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''κρῐτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[κρίνω]],<br /><b class="num">1.</b> [[επίλεκτος]], [[διαλεχτός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξαιρετικός]], [[έξοχος]], αρίστης ποιότητας, σε Πίνδ., Σοφ. | |lsmtext='''κρῐτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[κρίνω]],<br /><b class="num">1.</b> [[επίλεκτος]], [[διαλεχτός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξαιρετικός]], [[έξοχος]], αρίστης ποιότητας, σε Πίνδ., Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κρῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[κρίνω]], διακεκριμένος, «ξεχωριστός», [[ἐκλεκτός]], Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) [[ἐκλεκτός]], [[ἔξοχος]], Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A separated, picked out, chosen, Il.7.434, Od.8.258. 2 choice, excellent, Pi.P.4.50, S.Tr.27, 245, etc.; δάμαλις SIG1026.6 (Cos, iv/ iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1511] ausgeschieden, ausgewählt, erlesen, von den Besten; ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν Il. 7, 434; αἰσυμνῆται κριτοὶ ἐννέα Od. 8, 258; γένος Pind. P. 4, 50; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ κτῆμα καὶ θεοῖς κριτόν Soph. Trach. 245.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 trié, choisi;
2 choisi, supérieur.
Étymologie: adj. verb. de κρίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριτός -ή -όν [κρίνω] geselecteerd, uitgelezen.
Russian (Dvoretsky)
κρῐτός:
1) выбранный, избранный (αἰσυμνῆται Hom.; κτῆμα Soph.);
2) отборный, лучший (λαὸς Ἀχαιῶν Hom.; γένος Pind.).
English (Autenrieth)
(κρίνω): chosen, Il. 7.434 and Od. 8.258.
English (Slater)
κρῐτός distinguished “νῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (P. 4.51) τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (I. 8.65)
Greek Monolingual
κριτός, -ή, -όν (Α) κρίνω
εκλεκτός, ξεχωριστός, έξοχος («ἀμφὶ πυρήν κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
κρῐτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του κρίνω,
1. επίλεκτος, διαλεχτός, σε Όμηρ.
2. εξαιρετικός, έξοχος, αρίστης ποιότητας, σε Πίνδ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κρῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κρίνω, διακεκριμένος, «ξεχωριστός», ἐκλεκτός, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) ἐκλεκτός, ἔξοχος, Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ.
Middle Liddell
κρῐτός, ή, όν verb. adj. of κρίνω
1. picked out, chosen, Hom.
2. choice, excellent, Pind., Soph.