κόπις: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=εως (ὁ) :<br />fourbe, menteur.<br />'''Étymologie:''' [[κόπτω]]. | |btext=εως (ὁ) :<br />fourbe, menteur.<br />'''Étymologie:''' [[κόπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κόπις -ιδος, ὁ [κόπτω] schurk, oplichter:. κόπις ἡδυλόγος oplichter met zijn mooie praatjes Eur. Hec. 132. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόπις:''' εως ὁ болтун, пустозвон: κ. [[ποικιλόφρων]] Eur. хитрый болтун (об Одиссее). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κόπις:''' -εως, ὁ ([[κόπτω]]), [[φλύαρος]], [[ψεύτης]], [[βωμολόχος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''κόπις:''' -εως, ὁ ([[κόπτω]]), [[φλύαρος]], [[ψεύτης]], [[βωμολόχος]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κόπις''': -εως, ὁ, [[φλύαρος]], [[ψεύστης]], [[βωμολόχος]], Εὐρ. Ἑκ. 133, Λυκόφρ. 763. 1464. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ [[κόπτω]], πρβλ. [[δημοκόπος]]). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 21:05, 2 October 2022
English (LSJ)
(A), ιδος, ὁ, prater, liar, wrangler, E.Hec.132 (anap.), Lyc. 763, 1464; κοπίδων ἀρχηγός Heraclit.81, cf. Pythag. ap. Sch.E.Hec. 134. (Prob. from κόπτω.)
German (Pape)
[Seite 1483] ὁ, der Zungendrescher (κόπτω), Schwätzer, Windbeutel, ποικιλόφρων, heißt Odysseus, Eur. Hec. 131 u. sp. D., wie Lycophr. 763. 1464.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
fourbe, menteur.
Étymologie: κόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόπις -ιδος, ὁ [κόπτω] schurk, oplichter:. κόπις ἡδυλόγος oplichter met zijn mooie praatjes Eur. Hec. 132.
Russian (Dvoretsky)
κόπις: εως ὁ болтун, пустозвон: κ. ποικιλόφρων Eur. хитрый болтун (об Одиссее).
Greek Monolingual
(I)
κόπις, ἡ (ΑM) κοπή
1. το κεντρί
2. μτφ. ανησυχία.
(II)
κόπις, -ιδος, ὁ (Α)
φλύαρος, ψευδολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή. Παρόμοια σημασιολογική απόχρωση παρατηρείται και στο β' συνθετικό -κόπος (< κόπος) του δημο-κόπος.
Greek Monotonic
κόπις: -εως, ὁ (κόπτω), φλύαρος, ψεύτης, βωμολόχος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κόπις: -εως, ὁ, φλύαρος, ψεύστης, βωμολόχος, Εὐρ. Ἑκ. 133, Λυκόφρ. 763. 1464. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ κόπτω, πρβλ. δημοκόπος).
Frisk Etymological English
Meaning: prater, liar
See also: s. κόπτω.
Middle Liddell
κόπις, εως κόπτω
a prater, liar, wrangler, Eur.
Frisk Etymology German
κόπις: {kópis}
Grammar: m.
Meaning: Schwätzer, Lügner
See also: s. κόπτω.
Page 1,914