περίσημος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />très distingué ; très connu, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σῆμα]].
|btext=ος, ον :<br />très distingué ; très connu, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σῆμα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περίσημος''': Δωρ. -σᾱμον, ον, ([[σῆμα]]) [[λίαν]] πεφημισμένος ἢ [[ἐπίσημος]], [[περίφημος]], [[διαβόητος]], Λατ. insignis, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1018, Μόσχ. 1. 6· ὑπερθ. -ότατος Φίλων 2. 330.
|elnltext=περίσημος -ον, Dor. περίσᾱμος [περί, σῆμα] zeer beroemd.
}}
{{elru
|elrutext='''περίσημος:''' дор. [[περίσαμος|περίσᾱμος]] 2 (дор. superl. [[περισαμότατος|περισᾱμότατος]]) замечательный, прославленный ([[φόνος]] Eur. - о Данаидах).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περίσημος:''' Δωρ. -σᾱμος, -ον ([[σῆμα]]),· [[πολύ]] [[γνωστός]] ή [[σημαντικός]], Λατ. [[insignis]], σε Ευρ., Μόσχ.
|lsmtext='''περίσημος:''' Δωρ. -σᾱμος, -ον ([[σῆμα]]),· [[πολύ]] [[γνωστός]] ή [[σημαντικός]], Λατ. [[insignis]], σε Ευρ., Μόσχ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περίσημος:''' дор. [[περίσαμος|περίσᾱμος]] 2 (дор. superl. [[περισαμότατος|περισᾱμότατος]]) замечательный, прославленный ([[φόνος]] Eur. - о Данаидах).
|lstext='''περίσημος''': Δωρ. -σᾱμον, ον, ([[σῆμα]]) [[λίαν]] πεφημισμένος ἢ [[ἐπίσημος]], [[περίφημος]], [[διαβόητος]], Λατ. insignis, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1018, Μόσχ. 1. 6· ὑπερθ. -ότατος Φίλων 2. 330.
}}
{{elnl
|elnltext=περίσημος -ον, Dor. περίσᾱμος [περί, σῆμα] zeer beroemd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περί]]-σημος, δοριξ [[περί]]-σᾱμος, ον, [[σῆμα]]<br />[[very]] [[famous]] or n [[notable]], Lat. [[insignis]], Eur., Mosch.
|mdlsjtxt=[[περί]]-σημος, δοριξ [[περί]]-σᾱμος, ον, [[σῆμα]]<br />[[very]] [[famous]] or n [[notable]], Lat. [[insignis]], Eur., Mosch.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσημος Medium diacritics: περίσημος Low diacritics: περίσημος Capitals: ΠΕΡΙΣΗΜΟΣ
Transliteration A: perísēmos Transliteration B: perisēmos Transliteration C: perisimos Beta Code: peri/shmos

English (LSJ)

Dor. -σᾱμος, ον, (σῆμα) very famous, notable, E.HF 1018 (Sup., lyr.), Call.Fr.1.54 P., Mosch.1.6, Ph.2.330 (Sup.); περιστερεών POxy.1278.12 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 591] sehr kenntlich, ausgezeichnet, berühmt; ὁ φόνος περισαμότατος, Eur. Herc. Fur. 1017; παῖς, Mosch. 1, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très distingué ; très connu, célèbre.
Étymologie: περί, σῆμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίσημος -ον, Dor. περίσᾱμος [περί, σῆμα] zeer beroemd.

Russian (Dvoretsky)

περίσημος: дор. περίσᾱμος 2 (дор. superl. περισᾱμότατος) замечательный, прославленный (φόνος Eur. - о Данаидах).

Greek Monolingual

-ον, δωρ. τ. περίσαμος, -ον, Α
πολύ φημισμένος, περιώνυμος, γνωστός παντού, διαβόητος («ὁ φόνος ἦν... περισαμότατος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. διά-σημος].

Greek Monotonic

περίσημος: Δωρ. -σᾱμος, -ον (σῆμα),· πολύ γνωστός ή σημαντικός, Λατ. insignis, σε Ευρ., Μόσχ.

Greek (Liddell-Scott)

περίσημος: Δωρ. -σᾱμον, ον, (σῆμα) λίαν πεφημισμένος ἢ ἐπίσημος, περίφημος, διαβόητος, Λατ. insignis, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1018, Μόσχ. 1. 6· ὑπερθ. -ότατος Φίλων 2. 330.

Middle Liddell

περί-σημος, δοριξ περί-σᾱμος, ον, σῆμα
very famous or n notable, Lat. insignis, Eur., Mosch.