περικαίω: Difference between revisions
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f.</i> περικαύσω, <i>ao.</i> περιέκηα;<br />brûler tout autour, consumer entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[καίω]]. | |btext=<i>f.</i> περικαύσω, <i>ao.</i> περιέκηα;<br />brûler tout autour, consumer entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[καίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περι-καίω Ion. voor περικάω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικαίω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обжигать кругом]], [[опалять]] (τὴν κόμην Plut.): περικεκαυμένος Her. обожженный, покрытый ожогами;<br /><b class="num">2)</b> [[сжигать]] (τὰ θνητὰ τοῦ σώματος Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''περικαίω:''' Αττ. -κάω, μέλ. -[[καύσω]], [[καίω]] [[ολόγυρα]] — Παθ., είμαι φλογισμένος, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''περικαίω:''' Αττ. -κάω, μέλ. -[[καύσω]], [[καίω]] [[ολόγυρα]] — Παθ., είμαι φλογισμένος, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περικαίω''': Ἀττ. -κάω, μέλλ. -[[καύσω]], [[καίω]] ὁλόγυρα, [[κατακαίω]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 8· περικαίων τὰ ἱερὰ Στράβ. 805, κτλ.· ― Παθ., φλέγομαι ὁλόγυρα, Ἡρόδ. 4. 69· μεταφορ., εἶμαι φλογισμένος, ἐξεγείρομαι, Ἀνδοκ. 20. 1· φλέγομαι ἐξ ἀγάπης [[πρός]] τινα, τινος Ἰω. Χρυσ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[attic]] -κάω fut. -[[καύσω]]<br />to [[burn]] [[round]] [[about]]: — Pass. to be all scorched, Hdt. | |mdlsjtxt=[[attic]] -κάω fut. -[[καύσω]]<br />to [[burn]] [[round]] [[about]]: — Pass. to be all scorched, Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 2 October 2022
English (LSJ)
Att. περικάω, A scorch, Thphr.CP2.3.8, Str.17.1.27, etc.:— Pass., to be scorched, Hdt.4.69, Thphr.Ign.74. II metaph., inflame, excite, τῆς φιλοτεκνίας περιέκαιεν ἐκείνη φύσις LXX 4 Ma.16.3:—Pass., And.2.2.
German (Pape)
[Seite 578] (s. καίω), att. περικάω, rings umher anzünden, verbrennen; π ερικεκαυμένοι, Her. 4, 69; übertr., δεινῶς οὕτω περικαίονται, Andoc. 2, 2; Theophr. u. Sp., wie Plut. Fab. 6.
French (Bailly abrégé)
f. περικαύσω, ao. περιέκηα;
brûler tout autour, consumer entièrement.
Étymologie: περί, καίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-καίω Ion. voor περικάω.
Russian (Dvoretsky)
περικαίω:
1) обжигать кругом, опалять (τὴν κόμην Plut.): περικεκαυμένος Her. обожженный, покрытый ожогами;
2) сжигать (τὰ θνητὰ τοῦ σώματος Plut.).
Greek Monolingual
ΝΑ, και περικαίγω Ν, και αττ. τ. περικάω Α
καίω κάτι ολόγυρα, καψαλίζω τσουρουφλίζω
αρχ.
1. μτφ. φλογίζω, εξεγείρω, εξερεθίζω
2. παθ. περικαίομαι
α) φλέγομαι ολόγυρα, από όλα τα μέρη, καψαλίζομαι γύρω γύρω
β) φλέγομαι από αγάπη για κάποιον.
Greek Monotonic
περικαίω: Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω, καίω ολόγυρα — Παθ., είμαι φλογισμένος, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
περικαίω: Ἀττ. -κάω, μέλλ. -καύσω, καίω ὁλόγυρα, κατακαίω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 8· περικαίων τὰ ἱερὰ Στράβ. 805, κτλ.· ― Παθ., φλέγομαι ὁλόγυρα, Ἡρόδ. 4. 69· μεταφορ., εἶμαι φλογισμένος, ἐξεγείρομαι, Ἀνδοκ. 20. 1· φλέγομαι ἐξ ἀγάπης πρός τινα, τινος Ἰω. Χρυσ.
Middle Liddell
attic -κάω fut. -καύσω
to burn round about: — Pass. to be all scorched, Hdt.