προσκαθίστημι: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f.</i> προσκαταστήσω, <i>ao.</i> προσκατέστησα, <i>etc.</i><br />établir <i>ou</i> instituer en outre : τινί, outre qqn <i>ou</i> qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καθίστημι]]. | |btext=<i>f.</i> προσκαταστήσω, <i>ao.</i> προσκατέστησα, <i>etc.</i><br />établir <i>ou</i> instituer en outre : τινί, outre qqn <i>ou</i> qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καθίστημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσ-καθίστημι naast... aanstellen, met acc. en dat.: τοῖς οὖσιν ἱερεῦσι Διὸς καὶ Ἄρεως τρίτον Ῥωμύλου προσκατέστησεν naast de al bestaande priesters van Zeus en Mars stelde hij als derde een priester van Romulus aan Plut. Num. 7.9. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσκαθίστημι:''' [[сверх того ставить]], [[дополнительно назначать]] (τοῖς οὖσι ἱερεῦσι [[τρίτον]] Plut.; ἄλλον στρατηγόν Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προσκαθίστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, [[στήνω]], [[βάζω]] δίπλα, [[διορίζω]] [[επιπλέον]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προσκαθίστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, [[στήνω]], [[βάζω]] δίπλα, [[διορίζω]] [[επιπλέον]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσκαθίστημι''': καθιστῶ, [[διορίζω]] [[προσέτι]], στρατηγὸν Διόδ. 13. 80, Πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 7· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., Δίων Κ. 66. 8, κτλ.· τακτοποιῶ, διευθετῶ [[προσέτι]], τὰ ἐν Πόντῳ προσκατεστήσατο ὁ αὐτ. 42. 46. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -στήσω<br />to [[appoint]] [[besides]], Plut. | |mdlsjtxt=fut. -στήσω<br />to [[appoint]] [[besides]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 2 October 2022
English (LSJ)
supply labour besides, τὰ ἐλλείποντα σώματα PPetr.2p.7 (iii B.C.); appoint besides, στρατηγόν D.S.13.80, cf. Plu. Num.7:—also in aor.Med., καινὰ ἕτερα [τέλη] D.C.66.8, etc.; arrange besides, τὰ ἐν Πόντῳ προσκατεστήσατο Id.42.46.
German (Pape)
[Seite 767] (s. ἵστημι), noch dazu einsetzen, τοῖς οὖσιν ἱερεῦσι τρίτον προσκατέστησεν, Plut. Num. 7; auch = in seine Gewalt bringen, LXX.
French (Bailly abrégé)
f. προσκαταστήσω, ao. προσκατέστησα, etc.
établir ou instituer en outre : τινί, outre qqn ou qch.
Étymologie: πρός, καθίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-καθίστημι naast... aanstellen, met acc. en dat.: τοῖς οὖσιν ἱερεῦσι Διὸς καὶ Ἄρεως τρίτον Ῥωμύλου προσκατέστησεν naast de al bestaande priesters van Zeus en Mars stelde hij als derde een priester van Romulus aan Plut. Num. 7.9.
Russian (Dvoretsky)
προσκαθίστημι: сверх того ставить, дополнительно назначать (τοῖς οὖσι ἱερεῦσι τρίτον Plut.; ἄλλον στρατηγόν Diod.).
Greek Monolingual
Α καθίστημι
1. καθιστώ, διορίζω επί πλέον («προσκαθίστημι στρατηγόν», Διόδ.)
2. διευθετώ, τακτοποιώ επί πλέον
3. συγκαταριθμώ, συνυπολογίζω («ἐνόχους ἐν τούτῳ προσκατακτήσας καὶ τοὺς ἐμοὺς κληρονόμους», πάπ.).
Greek Monotonic
προσκαθίστημι: μέλ. -στήσω, στήνω, βάζω δίπλα, διορίζω επιπλέον, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαθίστημι: καθιστῶ, διορίζω προσέτι, στρατηγὸν Διόδ. 13. 80, Πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 7· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., Δίων Κ. 66. 8, κτλ.· τακτοποιῶ, διευθετῶ προσέτι, τὰ ἐν Πόντῳ προσκατεστήσατο ὁ αὐτ. 42. 46.