πύον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>ou</i> [[πῦον]], ου (τό) :<br />pus.<br />'''Étymologie:''' R. Που, pourrir ; cf. [[πύθω]], <i>lat.</i> puteo.
|btext=<i>ou</i> [[πῦον]], ου (τό) :<br />pus.<br />'''Étymologie:''' R. Που, pourrir ; cf. [[πύθω]], <i>lat.</i> puteo.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πύον''': τό, (ἴδε πύθω) ὕλη ἥτις ἐκρέει ἐξ ἕλκους, κοινῶς «ἔμπυον», Λατ. Pus, Ἐμπεδ. 336, Ἱππ. Ἀφ. 1246, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 8, 14, κτλ.· - πληθυν. πύα, Ἱππ. 532. 51, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[πύος]], εος, τό, ὁ αὐτ. 451. 13., 454. 2, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1. [ῠ, Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ., Ἀρκάδ. 121. 20].
|elnltext=πύον -ου, τό [~ πύθω] ook geaccentueerd als πῦον, pus, etter.
}}
{{elru
|elrutext='''πύον:''' или [[πῦον]] τό<br /><b class="num">1)</b> [[гной]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[молозиво]] Emped. ap. Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[πύος]] Α<br />[[υγρό]], αδιαφανές, φλεγμονώδες [[εξίδρωμα]], πλούσιο σε αλλοιωμένα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα ύστερα από [[φαγοκυττάρωση]] στην [[εστία]] μιας φλεγμονής<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πύθω]]].
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[πύος]] Α<br />[[υγρό]], αδιαφανές, φλεγμονώδες [[εξίδρωμα]], πλούσιο σε αλλοιωμένα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα ύστερα από [[φαγοκυττάρωση]] στην [[εστία]] μιας φλεγμονής<br /><b>αρχ.</b><br />[[πυός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πύθω]]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πύον:''' или [[πῦον]] τό<br /><b class="num">1)</b> [[гной]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[молозиво]] Emped. ap. Arst.
|lstext='''πύον''': τό, (ἴδε πύθω) ὕλη ἥτις ἐκρέει ἐξ ἕλκους, κοινῶς «ἔμπυον», Λατ. Pus, Ἐμπεδ. 336, Ἱππ. Ἀφ. 1246, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 8, 14, κτλ.· - πληθυν. πύα, Ἱππ. 532. 51, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[πύος]], εος, τό, ὁ αὐτ. 451. 13., 454. 2, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1. [ῠ, Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ., Ἀρκάδ. 121. 20].
}}
{{elnl
|elnltext=πύον -ου, τό [~ πύθω] ook geaccentueerd als πῦον, pus, etter.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύον Medium diacritics: πύον Low diacritics: πύον Capitals: ΠΥΟΝ
Transliteration A: pýon Transliteration B: pyon Transliteration C: pyon Beta Code: pu/on

English (LSJ)

[ῠ], τό, A discharge from a sore, matter, Hp.Aph.2.47, Arist. GA777a11, etc.: pl. πύα Hp.Int.2, Aret.SD1.10, etc.: also πύος, εος, τό, Hp.Morb.1.15, al., IG42(1).122.55,58 (Epid., iv B.C.), Aret. SA2.1; cf. πύον τὸ ἔμπυον τὸ καὶ πύος Hdn.Gr.1.376 codd. Arc. II = πυός, Emp.68.

French (Bailly abrégé)

ou πῦον, ου (τό) :
pus.
Étymologie: R. Που, pourrir ; cf. πύθω, lat. puteo.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύον -ου, τό [~ πύθω] ook geaccentueerd als πῦον, pus, etter.

Russian (Dvoretsky)

πύον: или πῦον τό
1) гной Arst.;
2) молозиво Emped. ap. Arst.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και πύος Α
υγρό, αδιαφανές, φλεγμονώδες εξίδρωμα, πλούσιο σε αλλοιωμένα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα ύστερα από φαγοκυττάρωση στην εστία μιας φλεγμονής
αρχ.
πυός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πύθω].

Greek (Liddell-Scott)

πύον: τό, (ἴδε πύθω) ὕλη ἥτις ἐκρέει ἐξ ἕλκους, κοινῶς «ἔμπυον», Λατ. Pus, Ἐμπεδ. 336, Ἱππ. Ἀφ. 1246, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 8, 14, κτλ.· - πληθυν. πύα, Ἱππ. 532. 51, κτλ.· ὡσαύτως, πύος, εος, τό, ὁ αὐτ. 451. 13., 454. 2, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1. [ῠ, Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ., Ἀρκάδ. 121. 20].

Frisk Etymological English

1. -ος
Meaning: pus
See also: s. πύθομαι.

Frisk Etymology German

πύον: 1. -ος
{púon}
Meaning: Eiter
See also: s. πύθομαι.
Page 2,626