πτολίπορθος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />destructeur de villes.<br />'''Étymologie:''' [[πτόλις]], [[πέρθω]]. | |btext=ος, ον :<br />destructeur de villes.<br />'''Étymologie:''' [[πτόλις]], [[πέρθω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[πτολίπορθος]] en [[πτολιπόρθιος]] -ον [πτόλις, πέρθω] [[verwoester van steden]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πτολίπορθος:''' (ῐ) [[разрушающий города]] ([[Ἄρης]], [[Ὀδυσσεύς]] Hom.; μάχαι Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''πτολίπορθος:''' [ῐ], -ον ([[πέρθω]]), αυτός που λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. | |lsmtext='''πτολίπορθος:''' [ῐ], -ον ([[πέρθω]]), αυτός που λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πτολίπορθος''': [ῐ], -ον, ([[πέρθω]]) ὁ πορθῶν ἢ κυριεύων πόλεις, ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Υ. 152, Ἡσ. Θ. 936· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Ὀϊλέως, Ἰλ. Β. 278, 728· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ο. 77. κτλ.· [[ὡσαύτως]], πτ. μάχαι Πινδ. Ο. 8. 46· πτολίπορθον στίχα Μήδων Σιμωνίδ. 136· - [[ὡσαύτως]] [[πτολιπόρθης]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 473. - Ὁ [[τύπος]] [[πολίπορθος]] [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται· [[διότι]] ὀρθῶς διωρθώθη πτολίπορθ’ (κλητ.) παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 783· πρβλ. [[πτόλις]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πτολί-˘πορθος, ον, [[πέρθω]]<br />sacking or [[wasting]] cities, Il., Pind. | |mdlsjtxt=πτολί-˘πορθος, ον, [[πέρθω]]<br />sacking or [[wasting]] cities, Il., Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (πέρθω) destroyer of cities, sacking cities or wasting cities, epithet of Ares, Il.20.152, Hes.Th.936; of Odysseus and Oïleus, Il.2.278,728; of Achilles, 15.77, etc.; also of Heracles, Tab.Defix. in Stud.Ital.2(1922).394 (Cret., iv/iii B.C.); π. μάχαι Pi.O.8.35; πτολίπορθον στίχα Μήδων Epigr. ap. D.S.11.14:— also πτολιπόρθης, ου, ὁ, A.Ag.472 (lyr.); as pr.n. of a son of Odysseus, Paus.8.12.6:—the form πολίπορθος never occurs, for πτολίπορθ' (voc.) is rightly restored in A.Ag.783 (lyr.); cf. sq.
German (Pape)
[Seite 811] Städte zerstörend, der Städteeroberer, -zerstörer; Oileus, Il. 2, 728; Ἐνυώ, 5, 333; Ares, 20, 152; oft vom Achilleus, u. in der Od. vom Odysseus; Pind. vrbdt πτολιπόρθοις ἐν μάχαις, Ol. 8, 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτολίπορθος en πτολιπόρθιος -ον [πτόλις, πέρθω] verwoester van steden.
Russian (Dvoretsky)
πτολίπορθος: (ῐ) разрушающий города (Ἄρης, Ὀδυσσεύς Hom.; μάχαι Pind.).
English (Autenrieth)
(πέρθω): sacker of cities, epithet of gods and heroes (in the Od. only of Odysseus).
English (Slater)
πτολίπορθος, -ον city destroying πτολιπόρθοις ἐν μάχαις (O. 8.35)
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εκπορθεί, που κυριεύει και λεηλατεί πόλεις (α. «πτολίπορθον στίχα Μήδων», Διόδ. Σικ.
β. «πτολιπόρθοις ἐν μάχαις», Πίνδ.
γ. «λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. του πόλις + -πορθος (< πέρθω «ερημώνω, αφανίζω, λεηλατώ»)].
Greek Monotonic
πτολίπορθος: [ῐ], -ον (πέρθω), αυτός που λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
πτολίπορθος: [ῐ], -ον, (πέρθω) ὁ πορθῶν ἢ κυριεύων πόλεις, ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Υ. 152, Ἡσ. Θ. 936· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Ὀϊλέως, Ἰλ. Β. 278, 728· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ο. 77. κτλ.· ὡσαύτως, πτ. μάχαι Πινδ. Ο. 8. 46· πτολίπορθον στίχα Μήδων Σιμωνίδ. 136· - ὡσαύτως πτολιπόρθης Αἰσχύλ. Ἀγ. 473. - Ὁ τύπος πολίπορθος οὐδαμοῦ εὕρηται· διότι ὀρθῶς διωρθώθη πτολίπορθ’ (κλητ.) παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 783· πρβλ. πτόλις.
Middle Liddell
πτολί-˘πορθος, ον, πέρθω
sacking or wasting cities, Il., Pind.