σιτοπομπία: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />transport <i>ou</i> convoi de blé <i>ou</i> de vivres.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[πέμπω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />transport <i>ou</i> convoi de blé <i>ou</i> de vivres.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[πέμπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σιτοπομπία -ας, ἡ [σῖτος, πέμπω] graantransport. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑτοπομπία:''' ἡ [[доставка хлеба или продовольствия]] Dem., Diod. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σῑτοπομπία:''' ἡ ([[πέμπω]]), [[μεταφορά]], [[αποστολή]] σιτηρών με [[συνοδεία]], σε Δημ. | |lsmtext='''σῑτοπομπία:''' ἡ ([[πέμπω]]), [[μεταφορά]], [[αποστολή]] σιτηρών με [[συνοδεία]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σῑτοπομπία''': (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχν. ἐσφαλμ.-εία), ἡ, ἡ [[μεταφορά]], μετακόμισις σίτου ὑπὸ συνοδίαν, Δημ. 254. 22., 307. 16., 326. 11., 671. 13. ΙΙ. [[ἐφόδιον]] σίτου, [[σῖτος]] ἐν ἀποθήκῃ, τῆς σ. ἐπιλειπούσης Διόδ. 14. 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:05, 2 October 2022
English (LSJ)
(in codd. freq. -εία), ἡ, A conveyance, transport of corn, D.18.87, 241, 301, 23.155, IG22.1629.220. II supply of corn, τῆς σ. ἐπιλιπούσης D.S. 14.55, cf. SIG839.12 (Ephesus, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 886] ἡ, = σιτοπομπεία; βουλόμενος τῆς σιτοπομπίας κύριος γενέσθαι, Dem. 18, 87, vgl. 241. 301; D. Sic. 13, 88.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
transport ou convoi de blé ou de vivres.
Étymologie: σῖτος, πέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτοπομπία -ας, ἡ [σῖτος, πέμπω] graantransport.
Russian (Dvoretsky)
σῑτοπομπία: ἡ доставка хлеба или продовольствия Dem., Diod.
Greek Monolingual
ἡ, Α σιτοπομπός
1. αποστολή, μεταφορά σιταριού και άλλων τροφίμων με συνοδεία
2. προμήθεια σιταριού, εφοδιασμός με σιτάρι.
Greek Monotonic
σῑτοπομπία: ἡ (πέμπω), μεταφορά, αποστολή σιτηρών με συνοδεία, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοπομπία: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχν. ἐσφαλμ.-εία), ἡ, ἡ μεταφορά, μετακόμισις σίτου ὑπὸ συνοδίαν, Δημ. 254. 22., 307. 16., 326. 11., 671. 13. ΙΙ. ἐφόδιον σίτου, σῖτος ἐν ἀποθήκῃ, τῆς σ. ἐπιλειπούσης Διόδ. 14. 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201.
Middle Liddell
σῑτο-πομπία, ἡ, πέμπω
the conveyance or convoy of corn, Dem.