στέγασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />abri.<br />'''Étymologie:''' [[στεγάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />abri.<br />'''Étymologie:''' [[στεγάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στέγασμα''': τό, πᾶν τὸ καλύπτον ἢ προφυλάττον τι, [[σκέπη]], [[κάλυμμα]], Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1. 2) [[στέγη]], Λατιν. tectum, ἀντίθετον τῷ [[σκέπασμα]], Πλάτ. Πολιτικ. 279D, πρβ. Κριτί. 111C.
|elnltext=στέγασμα -ατος, τό [στεγάζω] bedekking; spec. dak. Plat. Plt. 279d.
}}
{{elru
|elrutext='''στέγασμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[крыша]], [[кровля]] Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[кров]], [[жилье]] (κεράμεα στεγάσματα Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στέγασμα:''' -ατος, τό ([[στεγάζω]]), οτιδήποτε κατάλληλο για [[κάλυψη]], [[σκέπαστρο]], σε Ξεν.· [[σκεπή]], Λατ. [[tectum]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''στέγασμα:''' -ατος, τό ([[στεγάζω]]), οτιδήποτε κατάλληλο για [[κάλυψη]], [[σκέπαστρο]], σε Ξεν.· [[σκεπή]], Λατ. [[tectum]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στέγασμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[крыша]], [[кровля]] Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[кров]], [[жилье]] (κεράμεα στεγάσματα Plut.).
|lstext='''στέγασμα''': τό, πᾶν τὸ καλύπτον ἢ προφυλάττον τι, [[σκέπη]], [[κάλυμμα]], Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1. 2) [[στέγη]], Λατιν. tectum, ἀντίθετον τῷ [[σκέπασμα]], Πλάτ. Πολιτικ. 279D, πρβ. Κριτί. 111C.
}}
{{elnl
|elnltext=στέγασμα -ατος, τό [στεγάζω] bedekking; spec. dak. Plat. Plt. 279d.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέγασμα Medium diacritics: στέγασμα Low diacritics: στέγασμα Capitals: ΣΤΕΓΑΣΜΑ
Transliteration A: stégasma Transliteration B: stegasma Transliteration C: stegasma Beta Code: ste/gasma

English (LSJ)

ατος, τό, A anything which covers or shelters, covering, X.An.1.5.10 (pl.); ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Antiph. 181; σ. ὤας ἢ διφθέρας SIG1259.5 (Athens, iv B.C.); τὰ σ. τοῖς πλοίοις awnings, PCair.Zen.53.7 (iii B.C.). 2 roof, opp. σκέπασμα, Pl.Plt.279d, cf. Criti.111c.

German (Pape)

[Seite 932] τό, alles Bedeckende, Bedeckung; von σκεπάσματα unterschieden, u. daher στεκτικὸς ῥευμάτων erklärt, Plat. Polit. 279 d; Dach, Critia. 111 c; Xen. An. 1, 5, 10, wo Krüger σκεπάσματα aufgenommen hat.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
abri.
Étymologie: στεγάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέγασμα -ατος, τό [στεγάζω] bedekking; spec. dak. Plat. Plt. 279d.

Russian (Dvoretsky)

στέγασμα: ατος τό
1) крыша, кровля Xen., Plat.;
2) кров, жилье (κεράμεα στεγάσματα Plut.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στεγάζω
σκέπη, κάλυμμα, καθετί που σκεπάζει ή προφυλάσσει κάτι
νεοελλ.
1. η στέγαση, η εγκατάσταση σε σπίτι
2. το στέγαστρο
αρχ.
φρ. «τὰ στεγάσματα τοῖς πλοίοις» — τα σκεπάσματα, οι τέντες πάπ..

Greek Monotonic

στέγασμα: -ατος, τό (στεγάζω), οτιδήποτε κατάλληλο για κάλυψη, σκέπαστρο, σε Ξεν.· σκεπή, Λατ. tectum, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

στέγασμα: τό, πᾶν τὸ καλύπτον ἢ προφυλάττον τι, σκέπη, κάλυμμα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1. 2) στέγη, Λατιν. tectum, ἀντίθετον τῷ σκέπασμα, Πλάτ. Πολιτικ. 279D, πρβ. Κριτί. 111C.

Middle Liddell

στέγασμα, ατος, τό, στεγάζω
anything which covers, a covering, Xen.:— a roof, Lat. tectum, Plat.

English (Woodhouse)

covering, that which gives shelter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)