συγγνωμονικός: Difference between revisions
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> indulgent;<br /><b>2</b> pardonnable.<br />'''Étymologie:''' [[συγγνώμων]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> indulgent;<br /><b>2</b> pardonnable.<br />'''Étymologie:''' [[συγγνώμων]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συγγνωμονικός -ή -όν [συγγνώμων] van personen geneigd begrip te tonen, vergevingsgezind. van zaken waarvoor begrip wordt getoond, vergeeflijk | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγγνωμονικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[склонный прощать]], [[снисходительный]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[извинительный]], [[простительный]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συγγνωμονικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[πρόθυμος]] να παρέχει [[συγχώρηση]], που είναι [[επιεικής]], [[παραχωρητικός]], [[ενδοτικός]], [[σπλαχνικός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, [[συγχωρητέος]], στον ίδ. | |lsmtext='''συγγνωμονικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[πρόθυμος]] να παρέχει [[συγχώρηση]], που είναι [[επιεικής]], [[παραχωρητικός]], [[ενδοτικός]], [[σπλαχνικός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, [[συγχωρητέος]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συγγνωμονικός''': -ή, -όν, [[πρόθυμος]] εἰς τὸ παρέχειν συγγνώμην, ἀγαπῶν νὰ συγχωρῇ, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 19, Ἠθικ. Νικ. 6. 11, 1. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 165D. ΙΙ. ἐπὶ πράγμ., [[ἄξιος]] συγγνώμης, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 8, 12· οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. [[αὐτόθι]] 7. 8, 6. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συγγνωμονικός]], ή, όν [from [[συγγνώμων]]<br /><b class="num">I.</b> inclined to [[pardon]], [[indulgent]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> of things, [[pardonable]], Arist. | |mdlsjtxt=[[συγγνωμονικός]], ή, όν [from [[συγγνώμων]]<br /><b class="num">I.</b> inclined to [[pardon]], [[indulgent]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> of things, [[pardonable]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:13, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A inclined to make allowance, indulgent, Arist.Rh.1384b3, EN1143a21. Adv. -κῶς Hierocl. in CA12p.447M. II of things, pardonable, Arist.EN 1136a5; οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. ib.1150b8. 2 pertaining to συγγνώμη 2, Hermog.Stat.5. Adv. -κῶς ib.3.
German (Pape)
[Seite 962] ή, όν, zum Verzeihen geneigt, bereit, Arist. rhet. 2, 6; – pass., dem man verzeihen kann, verzeihlich, Arist. eth eudem. 4, 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 indulgent;
2 pardonnable.
Étymologie: συγγνώμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγνωμονικός -ή -όν [συγγνώμων] van personen geneigd begrip te tonen, vergevingsgezind. van zaken waarvoor begrip wordt getoond, vergeeflijk
Russian (Dvoretsky)
συγγνωμονικός:
1) склонный прощать, снисходительный Arst.;
2) извинительный, простительный Arst.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγγνώμων, -ονος]
1. αυτός που είναι πρόθυμος στο να συγχωρεί, που του αρέσει να συγχωρεί («οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾱος ἀλλὰ συγγνωμονικός», Αριστοτ.)
2. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ομολογία ή σε αναίρεση
3. (για πράγμ.) άξιος συγγνώμης.
επίρρ...
συγγνωμονικῶς Α
με διάθεση για συγγνώμη.
Greek Monotonic
συγγνωμονικός: -ή, -όν,
I. αυτός που είναι πρόθυμος να παρέχει συγχώρηση, που είναι επιεικής, παραχωρητικός, ενδοτικός, σπλαχνικός, σε Αριστ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, συγχωρητέος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συγγνωμονικός: -ή, -όν, πρόθυμος εἰς τὸ παρέχειν συγγνώμην, ἀγαπῶν νὰ συγχωρῇ, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 19, Ἠθικ. Νικ. 6. 11, 1. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 165D. ΙΙ. ἐπὶ πράγμ., ἄξιος συγγνώμης, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 8, 12· οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. αὐτόθι 7. 8, 6.
Middle Liddell
συγγνωμονικός, ή, όν [from συγγνώμων
I. inclined to pardon, indulgent, Arist.
II. of things, pardonable, Arist.