συνάδελφος: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui a des frères <i>ou</i> des sœurs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀδελφός]].
|btext=ος, ον :<br />qui a des frères <i>ou</i> des sœurs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀδελφός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνάδελφος''': -ον, ὁ ἔχων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν, ἀντίθετον τῷ [[ἀνάδελφος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, [[συνέταιρος]], [[μέλος]] τῆς αὐτῆς ἑταιρείας, [[ὁμότεχνος]], [[συντεχνίτης]] κτλ., Ἰω. Μόσχ. 3060C, Λεόντ. Κύπρ. 1709Β· οἱ τεχνῖται οἱ ψέγοντες τὰς τέχνας τῶν συναδελφῶν αὐτῶν Νομοκάνων Cotel. 475 (ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι συγγράμμασιν ἡ [[λέξις]] φέρεται ὀξυτόνως: συναδελφός).
|elnltext=συν-άδελφος -ον in het bezit van een broer of zus. Xen. Mem. 2.3.4.
}}
{{elru
|elrutext='''συνάδελφος:''' () имеющий братьев или сестер Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνάδελφος:''' -ον, αυτός που έχει αδελφό ή [[αδελφή]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνάδελφος:''' -ον, αυτός που έχει αδελφό ή [[αδελφή]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνάδελφος:''' (ᾰ) имеющий братьев или сестер Xen.
|lstext='''συνάδελφος''': -ον, ὁ ἔχων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν, ἀντίθετον τῷ [[ἀνάδελφος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, [[συνέταιρος]], [[μέλος]] τῆς αὐτῆς ἑταιρείας, [[ὁμότεχνος]], [[συντεχνίτης]] κτλ., Ἰω. Μόσχ. 3060C, Λεόντ. Κύπρ. 1709Β· οἱ τεχνῖται οἱ ψέγοντες τὰς τέχνας τῶν συναδελφῶν αὐτῶν Νομοκάνων Cotel. 475 (ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι συγγράμμασιν ἡ [[λέξις]] φέρεται ὀξυτόνως: συναδελφός).
}}
{{elnl
|elnltext=συν-άδελφος -ον in het bezit van een broer of zus. Xen. Mem. 2.3.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-άδελφος, ον,<br />one that has a [[brother]] or [[sister]], Xen.
|mdlsjtxt=συν-άδελφος, ον,<br />one that has a [[brother]] or [[sister]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:43, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάδελφος Medium diacritics: συνάδελφος Low diacritics: συνάδελφος Capitals: ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: synádelphos Transliteration B: synadelphos Transliteration C: synadelfos Beta Code: suna/delfos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A one that has a brother or sister, opp. ἀνάδελφος, X.Mem.2.3.4. II member of an association, PMasp.2.11 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 996] Geschwister habend, Xen. Mem. 2, 3, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a des frères ou des sœurs.
Étymologie: σύν, ἀδελφός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-άδελφος -ον in het bezit van een broer of zus. Xen. Mem. 2.3.4.

Russian (Dvoretsky)

συνάδελφος: (ᾰ) имеющий братьев или сестер Xen.

Greek Monolingual

ο, η / συνάδελφος, -ον, ΝΜΑ, και συνάδερφος, ο, η, θηλ. και συναδέλφισσα και συναδέρφισσα Ν
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που ανήκει στον ίδιο οργανισμό, στην ίδια εταιρεία, στην ίδια σχολή με άλλον
αρχ.
1. αυτός που έχει αδελφό ή αδελφή, σε αντιδιαστολή προς τον ανάδελφο
2. αυτός που είναι αδελφός κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀδελφός.

Greek Monotonic

συνάδελφος: -ον, αυτός που έχει αδελφό ή αδελφή, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνάδελφος: -ον, ὁ ἔχων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν, ἀντίθετον τῷ ἀνάδελφος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, συνέταιρος, μέλος τῆς αὐτῆς ἑταιρείας, ὁμότεχνος, συντεχνίτης κτλ., Ἰω. Μόσχ. 3060C, Λεόντ. Κύπρ. 1709Β· οἱ τεχνῖται οἱ ψέγοντες τὰς τέχνας τῶν συναδελφῶν αὐτῶν Νομοκάνων Cotel. 475 (ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι συγγράμμασιν ἡ λέξις φέρεται ὀξυτόνως: συναδελφός).

Middle Liddell

συν-άδελφος, ον,
one that has a brother or sister, Xen.